Ἐπικήδειος Λόγος τοῦ
Προηγουμένου καί πρώην Πατριαρχικοῦ Ἐξάρχου Πάτμου Ἀρχιμ. Ἀντίπα Νικηταρᾶ, δρ.
Θεολογίας κατά τήν Ἐξόδιον Ἀκολουθίαν τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἐλαίας κ.κ.
Θεοδωρήτου (Ἀθῆναι,10η Μαρτίου 2025)
Σεβασμιώτατε
Μητροπολίτα Λαοδικείας κ. Θεοδώρητε, Σεβασμιώτατοι, Θεοφιλέστατοι, Τίμιον
πρεσβυτέριον ,Ὁσιώτατοι Πατέρες Πενθηφοροῦσα ὁμήγυρις
Ἐκπροσωπῶν τὸν
Πανοσιολογιώτατον Καθηγούμενον καὶ Πατριαρχικὸν Ἕξαρχον Πάτμου Ἀρχιμανδρίτην κ.
Κύριλλον καί τὴν περὶ αὐτὸν Ἀδελφότητα, τόν ἱερὸν κλῆρον τῆς Ἐξαρχίας καὶ τὸ εὐλαβὲς
ποίμνιόν Της, διακομίζω τὴν θλίψιν τὴν κατ’ ἄνθρωπον καὶ τὴν ἐλπίδα , τήν ἐν
Χριστῷ Ἀναστάντι εἰς τόν μεταστάντα Μητροπολίτην Ἐλαίας κυρῷ Θεοδώρητῳ, ὃς
παιδιόθεν ἐμαθήτευσε εἰς τὴν Πανεύφημον Πατμιὰδα τοῦ Γένους Σχολή, μετέλαβε τῆς
Ἱερᾶς Πατμιακῆς Παραδόσεως, ἐμυσταγωγήθη εἰς τήν κραταιάν, τήν ἐρριμένην σκιάν
τῆς Μεγαλωνύμου, τῆς Πάτμου Μονῆς καὶ ἐπορεύθη
εἰς τήν τῶν
Θεοφόρων Γερόντων συστοιχίαν, Μελετίου, Θεοφάνους, Γερασίμου καὶ πρωτίστως τοῦ Ἁγίου
ἡμῶν Πατρός Ἀμφιλοχίου. Ἐκ τῆς μαθητείας εἰς
τούς Πατέρας ἔλαβε τά ἐξῆς ἀντίδωρα Χάριτος: 1.
Ἐκ τοῦ Προηγουμένου Μελετίου τὴν ὀξύνοιαν, τὴν πολιτικήν
προορατικότητα, τήν προνοητικότητα, τὴν ἐκκλησιαστικήν διπλωματίαν, τὴν
Γραμματειακήν τεχνικήν. 2.
Ἐκ τοῦ Πατρός. Θεοφάνους τὴν ἐντρύφησιν εἰς τήν πατερικήν
σοφίαν , εἰς τόν συστηματικῶς καλλιεργημένον λόγον, τήν ρητορικήν παιδεία, παρέλαβε
καί καλλιέργησε τὴν ἐτοιμότητα καὶ εὐστροφίαν, τήν πλαστικότητα τοῦ λόγου, ἀνεπτύχθη
ὡς δόκιμος ὁμιλητής. 3.
Ἐκ τοῦ Ἐκκλησιάρχου Πατρός Γερασίμου τὴν ἐκκλησιαστικήν
τάξιν, τό παλαιόν ἔθος καὶ τὸ τυπικόν τὸ ἀρχαῖον τῆς Πάτμου. Ἦτο φορεύς καί ἐναργής
θεματοφύλαξ τῆς Πατμίας παρακαταθήκης ὁ Μακαριστὸς. 4.
Ἐκ τοῦ Μεγάλου Ἁγίου Ἀμφιλοχίου παρέλαβε συλλήβδην ἀντιχαρίσματα
πνευματικά, ἱεραποστολικά καί κοινωνικά. Αὕτη ὑπῆρξε καί ἡ πρώτη
πηγή παιδείας, ἡ ἐκκλησιαστική καὶ ἐτέρα πηγή, ἦτο ἡ ἐκπαίδευσίς του εἰς τὴν
Πατμιάδα τοῦ Γένους Σχολὴ. Ἡ δεύτερη μαθητεία ἦτο μεστή καὶ αὐστηρῶς ὀργανωμένη.
Εἰς τήν Πατμιάδα ἐδίδασκον κατηρτισμένοι καθηγηταί, διδάκτορες πανεπιστημίων, ἐνῶ
τό σύστημα διδασκαλίας ἐδραιωνόταν εἰς τάς ἀνθρωπιστικάς σπουδάς , εἰς τὰ
φιλολογικά, θεολογικά καὶ μουσικά γνωστικά ἀντικείμενα καὶ τὸ οἰκοτροφεῖον καὶ τὸ
σχολεῖον ὑπῆρξε ἐνεργός πυρήνας τῶν καινοφανῶν ἐκπαιδευτικῶν συστημάτων ,
καθότι ὁ Πρώτος Σχολάρχης καὶ Γέροντας τοῦ Μακαριστοῦ, πατήρ Μελέτιος
Γαλανόπουλος (μετέπειτα Μητροπολίτης Κυθήρων), ἐκόμισε τό γερμανικόν παιδαγωγικόν
σύστημα μέ πρῶτον γνωστικόν ἀντικείμενον ἡ γυμναστική, ἡ ἐμφύτευσις δένδρων καὶ
εἰς τόν κάθε μαθητὴν παρεχωρεῖτο ἕνα παρτέριον διά καλλιέργειαν τῶν δέντρων ποὺ
ἐφρόντιζε. Αἱ ἀκολουθίαι εἰς τήν Πατμιάδα ἦτο ἄοκνες, ἐπὶ καθημερινῆς βάσεως, ἡ
ἀνάγνωσις εἰς τὴν τραπεζαρίαν, αἱ υπηρεσίαι μετά προγραμματισμοῦ καί σχεδιασμοῦ
διά τόν κάθε μαθητήν εἰς τὸ οἰκοτροφεῖον, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἰς τὸ Σχολεῖον, εἰς
τὴν Βιβλιοθήκην. Πολλὰκις μοι ἐδιηγεῖτο
περὶ τῶν ἐλλογιμοτάτων ἀειμνήστων αὐτοῦ , καθηγητῶν κ.κ. Κορναράκη, Χρυσοχόου, Μαυρουδῆ,
Κολάρου, Παντελιοῦ, π. Θεοδωρήτου καὶ ἄλλων παιδαγωγῶν. Ἰδιαιτέρωςδέ ὅμως τὸν εἶχεν
ἐντυπωσιάσει ὁ Γέροντας Παῦλος Νικηταρᾶς, ὁ πρωτόκλητος Υἱός τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου
ὡς καθηγητὴς αὐτοῦ, διὰ τὸ ἦθος, τὴν αὐστηρότητα τήν διδακτικήν μέθοδόν Του, τὰς
ἐρωτήσεις ποὺ τοῦ ὑπέβαλλε ,τήν δημιουργίαν ἑνός ἐποικοδομητικοῦ διαλόγου, τὰς
εὐστρόφους καὶ κατατοπιστικὰς ἀπαντήσεις τοῦ Γέροντος Παύλου. Αὕτη ἡ παιδεία τὸν
ἐπαίδευσε, τὸν διέπλασε αὐτάρκη, αὐτόνομον , ὁλιγαρκῆ καί περίφροντι. Τοιουτοτρόπως ὁ
νέος Στυλιανὸς Τσιριγώτης ἤρξατο τὸ ταξίδιον αὐτοῦ εἰς τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, ἐπιμελής
καὶ ὀξὺνους . Ὁ Μακαριστός Σεβασμιώτατος
Ἐλαίας γεννήθηκε στὸ χωρίον Βελιὲς Λακωνίας τὸ ἔτος 1941. Ἐσπούδασε εἰς τήν
Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης, ἔως ἀναστολῆς τῆς λειτουργίας της, το ἔτος 1971 καί
συνέχισε τάς σπουδάς του εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν Ἀθηνῶν, ἐκ τῆς ὁποίας καί ἀπεφοίτησε
τὸ 1974. Το 1979 ἀνηγορεύθη διδάκτωρ τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Γκρενόμπλ τῆς Ἀνατολικῆς
Γαλλίας. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ
του πορεία ἄρχεται εἰς τὴν ἱεράν Μονὴν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης, ὅταν
τὸ 1963 ἐκάρη μοναχὸς. Ἐχειροτονήθη Διάκονος τό 1964 καὶ πρεσβύτερος τό 1967 ἐκ
τοῦ Μητροπολίτου Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης Κυπριανοῦ. Διετέλεσε Ἠγούμενος εἰς τήν
ἱεράν Μονὴν τῆς Μετανοίας Του ἐκ τοῦ ἔτους 1968 ἕως καί τὸ 1976. Τό 1978 διωρίσθη
καθηγητὴς στὴν Πατμιάδα Σχολὴ καὶ ἀπεσπάσθη εἰς τὴν Περσία ὡς Πατριαρχικὸς Ἔξαρχος
καὶ Διευθυντὴς τῆς ἐκεῖ Ἑλληνικῆς Σχολῆς. Εἰς τήν συνέχειαν διετέλεσε
Καθηγούμενος τῆς ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Μονῆς
Βλατάδων ἐκ τοῦ 1980 ἕως τό 1985. Τό 1984 ἐχειροτονήθη
Ἐπίσκοπος Ελαίας. Τό 2004 ἐνεγράφη ὡς ἐπίτιμος Ἀδελφὸς τῆς ἱερᾶς Μονῆς Πάτμου Τῆς
ὁποίας καὶ ἀφιέρωσε πολλὰ τιμαλφῆ, ἐκφράζων ἐμπράκτως τήν εὐγνωμοσύνην αὐτοῦ πρὸς
τούς Πάτμιους Πατέρας τῆς ἱερᾶς Μονῆς, οἱ ὁποῖοι τόν συνέδραμαν ὑλικῶς καὶ
πνευματικῶς. Τήν 10ην Ἰανουαρίου
2023 προήχθη εἰς ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτη ἔχοντας τόν αὐτόν τίτλον . Ἐρχόμενος εἰς την ἱεράν
Νῆσον Πάτμον ἀνεκαινίσθη ὡς «ἀετοῦ ἡ νεότης του». Ὑπῆρξε ἐμβριθής γνώστης καί ἄοκνος
μελετητής τῶν Πατμιακῶν θεμάτων καὶ διαπρύσιος ὑπέρμαχος τοῦ ἰδιοκτησιακοῦ τῆς Ἱερᾶς,
Βασιλικῆς, Πατριαρχικῆς, Σταυροπηγιακῆς, Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
Πολλάκις εἰς τὰ κηρύγματά Του διὰ τὸν Ὅσιον Χριστόδουλον ἐτόνιζε μετά ἰδιαιτέρας
ἐπιτάσεως τὰ περὶ «Χρυσοβούλου τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ», διά τοῦτο
και ἠσχολήθη ἐρευνητικῶς μὲ τὸ θέμα καὶ συνέγραψε καὶ μονογραφία. Ἐθαύμαζε τὸ
Πατμιακὸν Τυπικόν τό ὁποῖον ἐδράζεται εἰς τό Λατρινὸν Τυπικόν καὶ μεθοῦσε μέ τὰ
παραδοσιακὰ μέλη τῆς Πάτμου ποὺ ἔχουν ρυθμὸν καί ἀρμονίαν ὡσάν τὸ
κῦμα τῆς θαλλάσης καὶ ἐνάργεια σαγηνεύουσα . Διεπίστωνε ἰδίοις ὄμμασι
τόν κόπον, τὴν ἀγάπην καί τήν περίφροντι ἐνασχόλησιν τῶν Πατέρων μέ τούς
Θησαρούς τῆς ἱερᾶς Μονῆς ,μέ τάς συλλογάς τάς μουσειακάς, τὰ ἀργυρὰ, τάς εἰκόνας,
τὰ ὑφάσματα, τὰ ἀφιερώματα, τὰ χειρόγραφα, τὰ παλαίτυπα. Διά τοῦτο καὶ ἐνεπλούτισε
τάς συλλογάς τῆς Γεραρᾶς Μονῆς μετά ἰδικῶν του τιμαλφῶν. Συνέδραμε ἰδιαιτέρως
καὶ εἰς τὸ ἱερόν Μετόχιον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Μορτεροῦ καὶ εἰς διάφορας ἀποστολάς
ποὺ τοῦ ἀνέθετε ἡ ἰερά Μονὴ. Ἡ ἀφοσίωσίς του εἰς
τό Φανάριον ἦτο ἀληθής καί βαθεῖα, καρπός μεθέξεως, παιδείας καί βιώματος καὶ ὁ
σεβασμὸς Του εἰς το Πρωτόθρονον τῆς Οἰκουμένης διηνεκής και ἀρραγής. Ἡ Μήτηρ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἠγαπήθη σφόδρα ὑπό
τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχου, ἀλλά ἰσορρόπως καί ἰσοτρόπως ἴστατο εὐλαβῶς καί μετά παραδειγματικῆς ἀφοσιώσεως εἰς τά μοναχικὰ
θέσμια, εἰς τούς ἀγωνιστάς κληρικούς, μοναχούς, λαϊκούς χριστιανούς ἦτο
παραδειγματική. Εἶχες πολιέ Γέροντα
Ελαίας Θεοδώρητε τὴν ἀνωτερότητα, τήν ἁγιοφροσύνην, τὴν τάξιν, τὴν προκοπήν, τὴν
παράδοσιν, τὴν ὑπεράσπισιν, τοὺς θεσμούς, τὴν πατρίδα, τοὺς ἥρωας (ὡς θησαυροὺς),
τὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, τὴν ἱερᾶν Μονὴν τῆς Πάτμου, τὴν Μονεμβασίαν ὡς
θησαυροὺς εἰς τόν βίον Σου. Πορεύου ἐν χώρᾳ
ζώντων καὶ οἱ Ἅγιοι Σου Ἰωάννης, ὁ Ἠγαπημένος καὶ Γρηγόριος ὁ Καππαδόκης , οἱ Θεολόγοι ,ποὺ ἠγάπησες
καὶ ἐμελέτησες, ὁ ἐξ Ἐλαίας ἕλκων
τὴν καταγωγὴν, Ὅσιος Παῦλος ὁ Λατρηνός, ὁ τῆς Μονῆς τοῦ Στύλου κτήτωρ καὶ
Καθηγούμενος, ὁ Ὁλόσωμος ἡμῶν πατὴρ καὶ Καθηγούμενος Πάτμου, ὁ Πολυώνυμος
Χριστόδουλος ὁ Λατρηνός καί ὁ Ἁγιοκαταταχθεὶς Ὅσιος Ἀμφιλόχιος Καθηγούμενος
Πάτμου νά σέ εἰσοδεύσουν
εἰς τὸν θρόνον τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου ποὺ ἐκ νεότητος ἠγωνιζόσουν νὰ πλησιάσεις. Ἡ Ἀποστολική Ἐλαία
ἀποχαιρετᾶ τόν τῆς Μαρτυρικῆς Ἰωνίας Ἐπίσκοπόν Της. Ἡ παιδιόθεν ὁραματιζομένη
ἀφὴ τῶν ἑπτὰ Λυχνιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας , τὸ παμμέγα καὶ πανίερον τοῦτο ἔργον,
πού τόσο ἐπόθησες νά ἴδῃς, ἡ παρακαταθήκη καί διαθήκη τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀμφιλοχίου
,πού τόσο ἠγάπησες, ἀφήνεται εἰς τάς δικάς μας ἀσυμμέτρους καί ἀσθενεῖς
δυνάμεις! Ὁ Ἅγιος
Καθηγούμενος Πάτμου Γέροντας Κύριλλος καὶ οἱ ἀδελφοί τῆς Παλαιφάτου Μονῆς τοῦ
Θεολόγου θὰ σέ μνημονεύουμεν εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἐνεθυμούμενοι τὸν Σοφὸν, τόν
Φίλον, τόν Διδάσκαλον, τόν Σύμβουλον καὶ Ἀφιερωτήν. Θεοδωρήτου τοῦ
Σεβασμιωτάτου καὶ θεοπροβλήτου Μητροπολίτου Ἐλαίας αἰωνία ἡ μνήμη! Ἔργα:
.............................................................................................................................. Ἅγιος Μακάριος ὁ Καλογεράς, ὁ Διδάσκαλος τοῦ Γένους |
τοῦ Ἀρχιμ. Ἀντίπα
Νικηταρᾶ, Δρ. Θεολογίας,
πρώην
Πατριαρχικοῦ Ἐξάρχου Πάτμου
Βιογραφία
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Καλογερᾶς, γεννημένος στὴν Πάτμο τὸ
1688 μ.Χ., ἀποτέλεσε μίαν ἀπὸ τὶς σημαντικότερες φυσιογνωμίες τῆς Ὀρθοδοξίας
καὶ τοῦ Γένους. Γόνος εὐκατάστατης οἰκογενείας, ἀνατράφηκε σὲ περιβάλλον
πνευματικῆς καλλιέργειας, ὅπου τὰ μοναστικὰ ἰδανικὰ καὶ ἡ χριστιανικὴ πίστη κυριαρχοῦσαν.
Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἔδειξε ἰδιαίτερη ἔφεση στὰ γράμματα, καθὼς καὶ ζῆλο γιὰ τὴν
πνευματικὴ καλλιέργεια[1]. Ἡ
ἔφεση τοῦ Μακαρίου γιὰ τὰ γράμματα, καθὼς καὶ ἡ σύνεσή του, ἐνεθάρρυναν τοὺς
προεστῶτες τῆς Μονῆς νὰ τὸν στείλουν στὴν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, ὅπου
διέπρεψε καὶ ἀνέπτυξε βαθύτατη παιδεία. Στὴ Βασιλεύουσα τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία
νὰ γνωριστεῖ καὶ νὰ συνδεθεῖ μὲ ἀνυπόκριτη φιλία μὲ τοὺς μετέπειτα Πατριάρχες
Ἱεροσολύμων Χρύσανθο καὶ Μελέτιο, καθὼς καὶ μὲ πολλοὺς κληρικοὺς τῶν Ἁγίων
Τόπων καὶ τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ. Στὸν κύκλο τῶν λογίων τῆς Πόλης, ἦρθε σὲ ἐπαφὴ
καὶ μὲ σημαντικὲς Φαναριώτικες οἰκογένειες ὅπως τοῦ ἐξ Ἀπορρήτων Ἀλέξανδρου
Μαυροκορδάτου, τοῦ ἄλλοτε καθηγητῆ τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς Ἰωάννη
Καρυοφίλη ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν Οἶκο των Ὑψηλάντηδων.[2]
Κατὰ τὰ φοιτητικὰ του χρόνια, ἡ γνωριμία του μὲ τὸν
ἱεροκήρυκα καὶ διδάσκαλο τοῦ Γένους, Ἀγάπιο Βουλησμᾶ, ἐνίσχυσε τὸν ζῆλο του γιὰ
τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸ Γένος. Οἱ ἀλληλογραφίες του μὲ Πατριάρχες, μοναχούς καὶ
ἐπιφανεῖς ἡγεμόνες ἐνίσχυσαν τὴν ἐπίδρασή του καὶ διευκόλυναν τὴν ὑλοποίηση τοῦ
ὁράματός του γιὰ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία.
Στὴν Κωνσταντινούπολη γνώρισε τὸν προστάτη του, τὸν
Μητροπολίτη Νικομηδείας Παρθένιο, ὁ ὁποῖος τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ὁ Μακάριος,
πρὸς ἔκπληξη πολλῶν, δὲν ἐπέλεξε νὰ προαχθεῖ στὸν ἀνωτέρο ἐκκλησιαστικὸ βαθμό,
θεωρῶντας τὶς ὑποχρεώσεις τοῦ Ἱερέα ὑψηλότερες τῶν δυνατοτήτων του καὶ
ἀσυμβίβαστες μὲ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν μοναχική ζωή καὶ τὴ νήψη. Ἡ ταπεινότητά
του καὶ ἡ προσήλωσή του στὸ πνευματικὸ καθῆκον τὸν κατέστησαν ἀξιοσέβαστο καὶ
ἐκτιμώμενο. Ὡς ἀρχιδιάκονος στὴ Μητρόπολη Νικομηδείας, διακρίθηκε γιὰ τὴν
σεμνότητά του καὶ ὁ Μητροπολίτης Παρθένιος, ὅπως σημειώνει ὁ Ἀλέξανδρος
Τυρναβίτης, ἐπανειλημμένα τοῦ πρότεινε νὰ παραχωρήσει τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο,
ἀλλὰ δὲν κατάφερε νὰ τὸν πείσει: «Ὁ γέρων αὐτοῦ πολλάκις αὐτῷ παραχωρῆσαι
τοῦ θρόνου βιάσας, οὐκ ἔπεισεν· οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μυριάκις εἰς τὴν ἐνεγκοῦσαν
ἐπανακάμψαντι οὐκ ἐπέτρεψεν, τοιούτου σοφοῦ ἀνδρὸς τὴν ἀπουσίαν μὴ ἀνεχόμενος».[3]
Ὁ Ἅγιος Μακάριος, ἐμφορούμενος ἀπὸ βαθεῖα συνείδηση τῆς
πνευματικῆς βαρύτητας καὶ τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ ἀξιώματος τῆς Ἱεροσύνης,
ἀντιλαμβανόταν τὴν εὐθύνη ποὺ συνεπάγεται ἡ διακονία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀπορρέει καὶ
ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Λόγῳ αὐτῆς τῆς βαθιᾶς
ἐνσυναίσθησης, ἀπέφευγε νὰ ἀναλάβει τὸν ἀνώτερο βαθμὸ τῆς Ἱεροσύνης, ἐξηγώντας:
«Τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροσύνης εἶναι ὑπέρτατον ἁπάντων. Ὑπέρτερα καὶ ὑψηλότερα
παντὸς τοῦ λαοῦ ὀφείλει νὰ εἶναι τὰ ἔργα τοῦ ἱερέως».
Ἡ προσήλωσή του στὴν πνευματικὴ του ἀποστολή καὶ ἡ ἄρνησή
του νὰ ὑποκύψει στὶς κοινωνικὲς φιλοδοξίες καταδεικνύουν τὸ βάθος τῆς
ταπεινότητάς του καὶ τὴν ἀφοσίωσή του στὸ Θεῖο. Ἡ ζέουσα ἀγωνιστικὴ καρδιὰ τοῦ
Ἁγίου Μακαρίου δὲν περιορίζεται στὴν ἀναγνώριση τῆς ἀξίας τῆς Ἱεροσύνης μόνο,
ἀλλὰ ἀναζητεῖ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν γνώρισμα τῶν πνευματικῶς
τελείων. Ὁ Βάρσκυ, σὲ ἕνα συγκινητικὸ σχόλιό του, σημειώνει: «Ἐγκαταλείποντας
τὸν ἐπίσκοπο, τὶς τιμές, τὴν δόξαν καὶ τὰ ὁμοῖα, καὶ χωρὶς καν νὰ χειροτονηθεῖ
Ἱερεύς, ἐπέστρεψε στὴν Πάτμο, τὴν πατρίδα του».[4]
Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ Μακαρίου δὲν ἦταν τυχαία, ἀλλὰ ἐσκεμμένη,
ὡς μιὰ ἐσωτερικὴ ἀπάντηση στὴν ἔφεσή του γιὰ ἀσκητικὴ ζωή, βαθύτερη πνευματικὴ
πρόοδο καὶ μία ἀναγέννηση τοῦ Γένους. Ὁ διδάσκαλός του, Ἰάκωβος Μάνος,
ἀναγνωρίζει αὐτὴν τὴν ἀφιέρωση καὶ τὴν ἐκφράζει μὲ τὰ λόγια: «Κατοίκησιν
ἐξελέξω, ἐν ᾗ οὔτε τε τῶν ἐνδωδίμων ἐπιφύεται», ὑπογραμμίζοντας τὴν
προτίμηση τοῦ Μακαρίου γιὰ τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν πνευματική του ἀπομόνωση.
Ἐπιστρέφοντας στὴν Πάτμο, ὁ Μακάριος ἀφιέρωσε τὴ ζωὴ του
στὴν πνευματικὴ ἄσκηση καὶ στὴν ἀνασύσταση τοῦ Γένους. Ἡ προσηλώση του στὴν
ἡσυχαστικὴ ζωὴ καὶ ἡ μελέτη ἀσκητικῶν κειμένων τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ ἀναδείξει ἕνα
μόνιμο πνευματικὸ ὑπόδειγμα. Τὸ κελλί του κατέστη τόπος ἀσκήσεως, παιδείας, καὶ
ἐπικοινωνίας μὲ μοναχοὺς καὶ προσκυνητές. Μέσα ἀπὸ τὴν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ του,
ὄχι μόνον ἐξυπηρετοῦσε πνευματικὰ τοὺς κατοίκους τῆς Πάτμου, ἀλλὰ καὶ
διατηροῦσε ἐπαφὲς μὲ μοναστικὲς κοινότητες τοῦ Σινᾶ καὶ τοῦ Ἄθω. Ἡ πνευματική
του ζωή ἀντανακλοῦσε τό ἔνθεο βίωμα ποὺ ἔθετε τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀσκητικὴ
βίωση ὡς βασικά στοιχεία τοῦ χριστιανικοῦ βίου.[5] Ὁ
Ἅγιος Μακάριος δικαίως χαρακτηρίζεται ὡς «τὸ ἱερώτατον βλάστημα τῆς Πάτμου καὶ
τὸ ἐξαίσιον κλέος τῆς Πατμιάδος». Φώτιζε μὲ τὴν εὐαγγελικὴ ζωή του, τὴν
διδασκαλία του καὶ τὰ ἔργα ἀγιότητάς του, ὄχι μόνον τὴν τοπικὴ ἐκκλησία, ἀλλὰ
καὶ τὸ στερέωμα τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας.[6]
Ἵδρυση Πατμιάδος Σχολῆς
Τὸ 1713, ἐπιστρέφοντας στὴν Πάτμο, ὁ Μακάριος ἴδρυσε τὴν
Πατμιάδα Σχολή, σὲ μία περίοδο δυσχερῆ γιὰ τὸν ὑπόδουλο ἑλληνισμό. Ἡ σχολὴ,
ἀρχικὰ γνωστὴ ὡς "ἔνδον τῆς Ἀποκαλύψεως Φροντιστήριον",
ἀποτελοῦσε τόπο συνδυασμοῦ μοναχικῆς ἄσκησης καὶ ἀκαδημαϊκῆς παιδείας. Ἡ
τοποθεσία της, κοντὰ στὸ Ἱερὸ Σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως, προσέφερε κατάνυξη καὶ ἠσυχία,
ἐμπνέοντας τὸν πνευματικὸ καὶ παιδευτικὸ της χαρακτῆρα.
Ἡ σχολὴ ἐπισήμως ἀναγνωρίστηκε μέσω πατριαρχικοῦ
σιγιλίου, γεγονὸς ποὺ ἀναδεικνύει τὸ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας
καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη της στὸ ὅραμα τοῦ Μακαρίου. Παρ' ὅλη τὴν ἐπισημότητα, ὁ
Μακάριος, ἀκολουθῶντας ταπεινό φρόνημα ἀπέφευγε τὴν μεγαλοστομία καὶ ὀνομάτιζε
τὴν ἱδρυμένη σχολή του ἀπλῶς «σχολεῖον» ἢ «φροντιστήριον». Ἐν τούτοις,
ἐπισκέπτες καὶ ἀπόφοιτοι δὲν ἦταν τόσο περιορισμένοι στὶς περιγραφές τους,
καθὼς χαρακτηρίζαν τὴν Πατμιάδα ὡς "Πανεπιστήμιο τοῦ Αἰγαίου"
ἢ "Γυμνάσιο τοῦ Ἀρχιπελάγους".
Αὐτὴ ἡ σχολὴ ἀνεδείχθη ὡς τόπος πνευματικῆς καὶ
ἐκπαιδευτικῆς ἀνάπτυξης, ἀναδεικνύοντας προσωπικότητες μὲ τεραστία ἐπιρροή. Ἅγιοι
καὶ Ἥρωες τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδας μας κοσμοῦν τὸ «Μαθητολόγιο» τῆς Σχολῆς:
ἀπὸ αὐτὴν ἀποφοίτησαν οἱ Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες Κύριλλος ὁ Ε’ καὶ Γρηγόριος ὁ
Ε’ ὁ Ἐθνομάρτυρας, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος Παγκώστας ὁ Πάτμιος, ὁ
Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος, ὁ Ἅγιος Δωρόθεος Πρώιος, Μητροπολίτης
Ἀδριανουπόλεως, ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Πλάτων Ἀϊβαζίδης ὁ Πάτμιος, Πρωτοσύγκελλος
τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Καστορίας καὶ Ἀμασείας, ὁ πρωτεργάτης τῆς Φιλικῆς
Ἑταιρείας Ἐμμανουὴλ Ξάνθος ὁ Πάτμιος, ὁ Δημήτριος Θέμελης ὁ ὑπερασπιστὴς τοῦ
Μεσολογγίου, ἐπίσης Πάτμιος, πλειάδα Ἱερέων καὶ Ἱερομονάχων, καθὼς καὶ λοιπῶν
λογάδων τοῦ Γένους, οἱ ὁποῖοι συνετέλεσαν τὰ μέγιστα στὴ θρησκευτικὴ καὶ
πνευματικὴ ἀφύπνιση τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων καὶ ἐργάσθηκαν ἰδίως, ἐναντίον τῶν
ἐξισλαμισμῶν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἡ συμβολὴ τοῦ Μακαρίου στὴν πνευματικὴ
ἀναγέννηση τοῦ Γένους ὑπῆρξε καταλυτική, προσφέροντας στὴν ἑλληνικὴ παιδεία μία
ἀναλαμπὴ ἐλπίδας καὶ προοπτικῆς. [7]
Μέσα ἀπὸ τὶς θυσίες τοῦ Μακαρίου, ἡ Πατμιάδα ἐξελίχθηκε
σὲ ἕνα μοναδικὸ κέντρο μάθησης, προσελκύοντας μαθητὲς ἀπὸ ὅλο τὸ Αἰγαῖο καὶ
ἄλλα μέρη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ Σχολὴ λειτουργοῦσε ὡς χωνευτήρι
χαρακτήρων, ἐξισορροπῶντας ποικίλες προσωπικότητες καὶ δημιουργῶντας μία
μοναδικὴ μαθητικὴ κοινότητα. Ὁ Μακάριος ἐπεδίδετο μὲ ἀκάματο ζῆλο στὴ φροντίδα
τῶν σπουδαστῶν, διασφαλίζοντας τὴν ὑγεία, τὴ διαμονή, τὴ σίτιση, καὶ τὴ
χρηματοδότηση τους, ἐνῶ κανεὶς δὲν ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ καταβάλλει χρήματα γιὰ
τὴ φόιτηση. Ἡ ἀγάπη του καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του ἐπέτρεπαν στὸν καθένα νὰ
ἐξελίσσεται σὲ μία ισχυρὴ καὶ διαρκῆ πνευματικὴ πορεία. Στὸ διάστημα τῆς ζωῆς
τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν τῆς Πατμιᾶδος Σχολῆς παρουσίασε
σημαντική ἄνοδο. Ἡ ἄνοδος αὐτὴ ὁδήγησε στὴν ἀνάγκη ἱδρύσεως νέου κτιρίου, ὥστε
νὰ καλυφθοῦν οἱ λειτουργικὲς ἀνάγκες τῆς Σχολῆς. Εὐτυχῶς, ἡ σχολὴ στηρίχθηκε
ἀπὸ φιλοπάτριδες δωρητές, οἱ ὁποῖοι συνεισέφεραν γενναιόδωρα στὶς ἀνάγκες της.
Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ Μανουὴλ Ὑψηλάντης, καθὼς καὶ ἄλλοι
ἐπιφανεῖς ὁμογενεῖς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ προσέφεραν 10.000 πενιές (5.000
γρόσια), διασφαλίζοντας ὅτι τὰ λειτουργικὰ ἔξοδα τῆς Σχολῆς θὰ καλύπτονταν ἀπὸ
τοὺς τόκους.[8]
Παράλληλα, ὁ Μακάριος ἔδειχνε μεγάλη φροντίδα γιὰ τοὺς
μαθητὲς του, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔδειχναν συνέπεια στὸ πρόγραμμα ἢ
ἀποδεικνύονταν ἀνεπίδεκτοι μάθησης. Ὅταν ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὴ Σχολή, τοὺς
ἐφοδίαζε μὲ τὰ ἀπαραίτητα χρήματα γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους καὶ συνεχίζε νὰ τοὺς
στηρίζει μὲ ἀλληλογραφία. Ἀνάμεσα στὸ διδακτικὸ προσωπικό, ὁ Μακάριος προσέλαβε
δύο διακεκριμένους μαθητές, τοὺς Ἱερομονάχους Κοσμᾶ τὸν Λημνιὸ καὶ Γεράσιμο τὸν
Βυζάντιο, ὡς ὑποδιδασκάλους. Οἱ δύο αὐτοὶ συνεργάτες ἐργάστηκαν μὲ ζῆλο γιὰ τὴν
ἀκαδημαϊκὴ καὶ πνευματικὴ πρόοδο τῶν μαθητῶν, συμβάλλοντας στὴν καλλιέργεια τῶν
ἀρετῶν τοῦ Εὐαγγελίου.[9]
Μολονότι ὁ Μακάριος ἀντιμετώπιζε μυρίους κόπους,
στερήσεις καὶ θυσίες, δὲν σταμάτησε νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴ διάδοση τοῦ φωτὸς τοῦ
Χριστοῦ, ἀκόμη καὶ ὅταν ἐκτελοῦσε καθήκοντα σὲ περιοχὲς ποὺ ἦταν ὑπὸ τουρκικὴ
κατοχή. Ἡ προσφορά του παραμένει λαμπρὸ ὑπόδειγμα θυσίας καὶ ἀφοσίωσης στὴν
παιδεία καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.
Γιὰ τὶς ἀκαδημαϊκὲς ἀνάγκες, ὁ Μὰκάριος δημιούργησε
βιβλιοθήκη ποὺ περιείχε πατερικὰ κέίμενα, καθὼς καὶ ἄλλα ἐργα, τὰ ὁποῖα τοῦ
ἔστειλαν γνωστοί του, κυρίως ἀπὸ τὴ Πόλη, τὴν Χίο καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη. Μάλιστα,
μιὰ μεγάλη δωρεὰ βιβλίων μὲ Πατερικὰ κείμενα, ποὺ δὲν διέθετε ἡ Σχολή, ἔκανε ὁ
Πάτμιος Ἰωάννης Γερμανὸς ἢ Πατινιώτης, ὁ ὁποῖος ἦταν ἔμπορος στὴν Ἱσπανία. Ἐπιπλέον,
ἡ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς ἔπαιζε καθοριστικὸ ρόλο στὴν ἐκπαίδευση, παρ' ὅλα αὐτά,
ἡ ἔλλειψη ἐπαρκῶν βιβλίων ὁδηγοῦσε στὴ δημιουργία ἐνὸς ἐργαστηρίου
βιβλιοαντιγραφῆς, ὅπου κατασκευάζονταν βοηθήματα γιὰ δασκάλους καὶ μαθητές. Τὰ
«μαθητάρια» ποὺ διασώζονται σήμερα σε βιβλιοθήκες τῆς Πάτμου καὶ ἄλλων
περιοχῶν, ἀποτελοῦν πολύτιμες μαρτυρίες γιὰ τὸ παιδευτικὸ ἔργο τῆς Σχολῆς.[10]
Ἁπλοί Μοναχοί, ἀλλὰ καὶ Πατριάρχες, συγκαταλέγονται
μεταξὺ τῶν ἀποφοίτων τῆς Πατμιάδας καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἵδρυσαν καὶ
λειτούργησαν σὲ διάφορες περιοχές σχολές, τύπου Πατμιάδος, ὅπως ἡ Εὐαγγελικὴ
Σχολὴ τῆς Σμύρνης, ἡ Σχολή τῆς Λέρου, τῆς Πάρου, ἡ Ἀθωνιάδα, ἡ Σχολὴ στὸ
Διδυμότειχο, στὴ Μυτιλήνη, στὸ Χαλέπι καὶ στὴν Τρίπολη τῆς Συρίας, τοῦ Τιμίου
Σταυροῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν Καισάρεια καὶ ἀλλοῦ. [11]
Μαθήματα καὶ Τρόπος Διδασκαλίας
Ἔχοντας ὡς πρότυπο τὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, ὁ Μακάριος
ὀργάνωσε τὸν κύκλο τῶν μαθημάτων διατηρώντας ταυτοχρόνως τὸ μοναστικὸ ὕφος τοῦ
χώρου. Οἱ μαθητὲς συνδέαν τὴν πνευματικὴ παιδεία μὲ τὴν ἄσκηση, ἐνώ ἡ ἀπομόνωση
ποὺ προσέφερε ὁ χῶρος τοὺς ἐπέτρεπε νὰ ἀφοσιωθοῦν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ στὴ
μελέτη. Ἐπιπλέον, ὁρισμένοι χῶροι τῆς Ἀποκαλύψεως ἐξυπηρετοῦσαν ὡς αἴθουσες
διδασκαλίας, ἀλλὰ καὶ ὡς κοιτῶνες γιὰ τοὺς μαθητές.
Οἱ πρῶτοι μαθητὲς προῆλθαν ἀπὸ τὴν Πάτμο καὶ τὰ γύρω
νησιά. Ὁ ζῆλος τοῦ Μακαρίου γιὰ τὴ Σχολή, οἱ θυσίες του γιὰ τὴν μόρφωση καὶ τὴ
διαπαιδαγώγηση τῶν μαθητῶν, καθὼς καὶ ἡ ἀγάπη, ἡ ἀκάματη ἐργατικότητα καὶ ἡ
ὑπομονή του, ἐξάπλωσαν τὴ φήμη τῆς Σχολῆς πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ νησιοῦ. Πλῆθος
μαθητῶν κατέκλυσε τὴ Σχολή, ἐνῶ προσκυνητὲς ἀπὸ τὴν Πάτμο καὶ ἄλλες περιοχὲς
προσέτρεχαν νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν τὸν ἅγιο τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων. Τὰ
μαθήματα στη Σχολὴ παρεχόνταν δωρεάν, φαινόμενο μοναδικὸ γιὰ τὰ χρονικὰ τῆς παιδείας
τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνισμοῦ.[12]
Ἡ διδασκαλία τοῦ Μακαρίου ἦταν μία ἰδιαίτερη σύνθεση
θύραθεν καὶ θεολογικῆς παιδείας. Ἡ γραμματική, ἡ λογική, ἡ θεολογία, ἡ
φιλοσοφία, ἡ ἀσματικὴ θεολογία, καθὼς καὶ πρακτικὲς δεξιότητες, ὅπως ἡ γραφὴ
καὶ ἡ ὀρθογραφία, συνδυάζονταν ἄριστα. Τὸν κόπο τῆς διδασκαλίας τῶν μαθημάτων
εἶχε ἐξ ὁλοκλήρου ὁ διδάσκαλος, ἐνῶ ὁ ὑποδιδάσκαλος τὸν βοηθοῦσε στὴν
διδασκαλία καὶ τὴν ἐξέταση τῶν μαθημάτων. Ἂν καὶ ἔπασχε ἀπὸ πολλὲς καὶ συχνὲς
ἀσθένειες, ποτὲ δὲν διέκοψε τὴν διδασκαλία. Μερικὲς φορὲς δίδασκε ἀπὸ τὴν κλίνη
του. Ἀπὸ τὸν μαθητὴ του καὶ συνεργάτη του Ἅγιο Γεράσιμο χαρακτηρίζεται ὡς
«ἄμισθος διδάσκαλος» καὶ ἡ σχολὴ «ἄμισθος Ἀκαδημία». Ἡ διδασκαλία δὲν ἦταν
μόνον προφορικὴ ἀλλὰ καὶ γραπτή. Γιὰ πολλὰ μαθήματα συνέταξε δικά του
ἐγχειρίδια, γραμματική, πάμπολλες θεματογραφίες, ὑποδείγματα στοὺς ἐπιστολικοὺς
τύπους, εἰσαγωγὲς καὶ σχόλια σὲ κείμενα θύραθεν καὶ χριστιανικῶν συγγραφέων,
ἐγχειρίδιο Ρητορικῆς. 400 περίπου ἐπιστολές, κηρύγματα, ὁμιλίες κλπ. Τοὺς
ἀρχαρίους παρακολουθοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Μακάριος. Ὁ Μακάριος Καλογεράς ὑποχρέωνε
τοὺς μαθητὲς νὰ μαθαίνουν τὴν προηγούμενη παράδοση ἀπὸ μνήμης καὶ νὰ τὴν
διηγοῦνται σ’ αὐτὸν χωρὶς κανένα ἄλλο βοηθητικὸ μέσον. Οἱ σπουδὲς δὲν
ὁλοκληρώνονταν σὲ σχολικὰ ἔτη ἀλλὰ σὲ κύκλο μαθημάτων μέχρι ἑνὸς ἔτους! [13]
Α. Μαθήματα πρώτου κύκλου (Γραφὴ, Ἀνάγνωση, Ὀκτώηχος, Ψαλτήρι, Ὀρθογραφία, Ταχυγραφία).
Β. Τὰ ἐγκύκλια μὰθήματα (δευτέρου κύκλου)
(Γραμματικὴ, Ἑρμηνεία κὲίμενων θύραθεν καὶ χριστιανικῶν συγγραφέων, Μεγάλη Θεματογραφία γιὰ γνώσεις γραμματικῆς καὶ συντακτικοῦ, Ἐπιστολικοὶ τύποι).
Γ. Ἡ διδασκαλία τῶν φιλοσοφικῶν μαθημάτων (τρίτου κύκλου)
(Λογικὴ, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει τὴν ψυχολογία, τὴ φιλοσοφία
καὶ τὴ γνωσιολογία καὶ Φυσικὴ, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὰ φιλοσοφήματα καὶ τὶς
πρακτικές).
Δ. Ἡ διδασκαλία τῶν ἐκκλησιαστικῶν μαθημάτων κατὰ
θεολογικοὺς κλάδους (τετάρτου κύκλου) (Δογματικὴ Θεολογία, Ἠθικὴ Θεολογία,
Ἑρμηνευτικῆ, Λειτουργική).
Ε. Ἡ ἀσματικὴ θεολογία (πέμπτου κύκλου) (Βυζαντινὴ
μουσική), δηλ. ἐκπαίδευση στὴν ψαλτικὴ τέχνη, ἐπικεντρωμένη στὴ θεωρία καὶ τὴν
πράξη τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς.
Ἡ παιδαγωγικὴ του μεθόδευση βασιζόταν στὴν προσωπικὴ
σύνδεση μὲ τὸν μαθητή, ἐνώ τὸν χαρακτήριζε ἡ ἀφοσίωση καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς
νέους. Ἡ σχολὴ λειτούργησε σὲ καθεστὼς ἀντιξοότητος, ἀλλὰ ἡ φήμη της
ἐξαπλώθηκε, προσφέροντας στοὺς μαθητὲς εὐκαιρίες ποὺ ξεπερνοῦσαν τὰ ὅρια τοῦ
νησιοῦ.[14]
Στὴν παιδαγωγικὴ του ἔδινε ἔμφαση στὴν ἄσκηση καὶ στὴν παιδεία, θεωρῶντας ὅτι ἡ
ἀρετὴ καὶ ἡ σοφία εἶναι οἱ δύο πυλῶνες μίας γνήσιας ἐκπαίδευσης. Στὴ διδασκαλία
του ἐπικαλοῦνταν ἀρχαίους συγγραφεῖς, ὅπως τὸν Ἰσοκράτη, ποὺ θεωροῦσε τὴν
παιδεία «κτῆμα ἀθάνατο» καὶ τὸν Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος τὴν περιέγραφε ὡς «φῶς τῆς
ψυχῆς». Ὁ Μακάριος προσέθετε ὅτι ἡ παιδεία ἀποτελεῖ τὸν «ἀληθινὸ στολισμὸ τῆς
ψυχῆς». [15]
Μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ παιδαγωγικὴ καλλιεργεῖται
μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ αὐτὴ ἡ προσέγγιση ἀποτυπώνεται στὸ παιδαγωγικὸ ἔργο τοῦ
Μακαρίου. Ἡ διδασκαλία του χαρακτηρίζετο ἀπὸ ἁπλότητα καὶ προσήνεια, καθὼς
ἔσκυβε μὲ πραγματικὸ ἐνδιαφέρον πάνω ἀπὸ τὸν κάθε μαθητὴ προσωπικά. Παρὰ τὶς
δυσχέρειες τῆς ἐποχῆς, ὅπως οἱ κίνδυνοι ἀπὸ πειρατές, ἡ ταλαιπωρία τῆς
ἀσκήσεως, καὶ οἱ ἀσθένειες, οἱ μαθητὲς τοῦ Μακαρίου ἔδειχναν ἄοκνο ζῆλο γιὰ νὰ
μαθητεύσουν κοντὰ του. Ἀκόμα καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀπομακρύνονταν δὲν ἔτρεφαν δυσαρέσκεια,
καθὼς ὁ Μακάριος καυτηρίαζε μὲν τὰ ἐλαττώματά τους, ἀλλὰ τοὺς παρότρυνε πρὸς
τὴν ἀρετή καὶ τὴ σωτηρία, θεωρῶντας τὴν «μεγίστη φροντὶς καὶ πραγματεία τοῖς
γε νοῦν ἔχουσιν».
Ἐπικεντρωνόταν στὴν ἀνάπτυξη τῆς ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς
καλλιέργειας τῶν μαθητῶν, ἐνώ ἀπέφευγε τὴν ἔμφαση μόνον στὴν ὕλη καὶ στὶς
ἐφήμερες ἀνάγκες. Ἐν τούτοις, στηλίτευε ὅσους ἀκολουθοῦσαν τὸν ἐπίπονο δρόμο
τῆς παιδείας μόνον γιὰ προσωπικὰ ὀφέλη, καταδίκαζε δὲ τὴν παιδεία ἐπὶ ἑφήμερων
ἐξωτερικῶν ἀξιῶν. Ἐδίδασκε ὅτι ἡ γνώση, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ ἀρετή, ἀποτελεῖ τὸ
αὐθεντικὸ θεμέλιο τοῦ λογικοῦ ἀνθρώπου.[16]
Τὸ ἄγρυπνο καὶ διαρκὲς ἐνδιαφέρον τοῦ Μακαρίου γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ προβλήματά της τὸν ἀνέδειξε σὲ πρωταγωνιστὴ στὸν σθεναρὸ ἀγῶνα κατὰ τῆς Λατινικῆς προπαγάνδας. Πρὸς ἀπόδειξιν τῆς πνευματικῆς του δυνάμεως, ὁ Μακάριος ἀναγνωρίστηκε πολὺ νωρίς ὡς ἕνας μέγας διδάσκαλος καὶ ἄριστος ἱεροκήρυκας, προσφέροντας τὶς ὑπηρεσίες του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διδασκαλία του ἀνεδύθη ὡς «δίστομος μάχαιρα κατὰ τῶν αἱρετιζόντων», ἐνώ μὲ τὶς ἐπιστολὲς καὶ τὰ κηρύγματά του ἀντετέθη σθεναρὰ στὶς δοξασίες τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀναμφισβήτητα, ἡ ἔκδοση τοῦ ἔργου του «Εὐαγγελικὴ Σάλπιγξ» προξένησε ἔντονες ἀντιδράσεις ἀπὸ τοὺς Δυτικούς, ὅπου καὶ κατεσχέθη καὶ ἐνεπρήσθη δημοσίως στὴν πλατεία τοῦ Ἁγίου Μάρκου στὴ Βενετία.[17]
Ἐπίλογος
Τὰ πολλὰ ἔτη ἀσθενειῶν καὶ οἱ ἀφόρητοι πόνοι τοῦ Μακαρίου
τοῦ προξένησαν ἀνεπανόρθωτη φθορά, μετά τὰ τέλη τοῦ 1736, ὅταν καὶ ἦταν
κλινήρης καὶ ἀδύναμος νὰ συνεχίσει τὴ διδασκαλία του. Παρ’ ὅλα αὐτά, μὲ
ταπείνωση καὶ εὐλάβεια, προετοιμάστηκε νὰ παρουσιαστεῖ μπρὸς στὸν Κύριο,
γεμάτος χαρὰ καὶ προσμονὴ θριάμβου. Ἐκοιμήθη στις 17 Ἰανουαρίου 1737, ἀφήνοντας
πίσω του τὴν εὐλογημένη φήμη ἑνὸς Ἁγίου ἀνδρός.
Ἡ κοίμησή του ἔφερε βαθύ πόνο καὶ θρῆνο σὲ ὅλους, καθώς
ἔχασαν τὸν ποιμένα, τὸν διδάσκαλο, τὸν πατέρα καὶ προστάτη τους. Χαρακτηρισμοὶ
ὅπως «τὸ θαῦμα τῆς οἰκουμένης», «τὸ τῆς ἀρετῆς καὶ σοφίας ἔμψυχον ἄγαλμα», «ἡ
φιλοτιμία τοῦ γένους», «ὁ ἐν μακαρίοις Μακάριος», καὶ «ὁ συνόμιλος τῶν ἀγγέλων
καὶ τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν καὶ διδασκάλων» ἀποδόθηκαν στὸν ἅγιο.
Ἡ Ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἀναγγέλλοντας τὸ θάνατο τοῦ
Μακαρίου, ἔγραφε: «Ἐκοιμήθη εἰς τὴν ἱερὰν Ἀποκάλυψιν ὁ εὐλογημένος Μακάριος
ὁ σοφότατος διδάσκαλος. Οὗτος ὑπερέβη πάντας τοῦ καιροῦ ἐκείνου διδασκάλους καὶ
κατὰ τὴν ἔσω καὶ ἔξω σοφίαν καὶ ἐγένετο δεύτερος Χρυσόστομος καὶ ποταμὸς
ἀνεξάντλητος εἰς τὰς διδαχάς».
Ἡ ἐπίσημη ἀγιοκατάταξη τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τὸ 1994 ἐπὶ τῆς
ἠγουμενίας τοῦ καθηγουμένου καὶ πατριαρχικοῦ ἐξάρχου Πάτμου, ἐπισκόπου Τράλλεων
Ἰσιδώρου, ἐπλήρωσε μὲ πὸλλὴ χὰρὰ τὰ φὶλόθεα καὶ φὶλάγια τέκνα τῆς Ἐκκλὴσίας τοῦ
Χριστοῦ. Ἐπειδή ὑπερτεροῦσε ἡ ἐορτὴ τοῦ Ἅγίου Ἀντωνίου στὴν Πάτμο, ὡς
πατριαρχικὸς ἔξαρχος καὶ καθηγούμενος, ἡ ἐλαχιστότητά μου εἰσηγήθη τὴν
μεταφορᾶν της ἐορτὴς τοῦ Ἁγίου Μακαρίου στὶς 19 Ἰἀνουαρίου. Ἡ πίστη μας στὴ
ζωντανὴ παρουσία του ἀποτελεῖ καὶ τὴν αἰτία τῆς πνευματικῆς χαρᾶς καὶ
εὐφροσύνης μᾶς σήμερα. Ἐνώνοντάς μᾶς μὲ τὸ ἱερὸ παρελθὸν, βὶώνουμε ὅτι ὁ ἅγιος
Μὰκάριος εἶναι ὁ προεξάρχων τῆς πανηγύρεώς μας.
Τιμῶντας τὸν ἅγιο, τὸν ἐνατενίζουμε παρόντα. Ψάλλοντας πρὸς τιμὴν του ὕμνους καὶ ἐγκώμια, ἀκροώμαστε ἔτι καὶ σήμερον τὸν λόγο τῆς διδασκαλίας του. Μᾶς λέγει νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό, νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ τηρήσουμε τὸ ἅγιο θέλημά του. Νὰ ζητοῦμε ἀσφάλεια στὴν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ζωντανὸς καὶ παρών καὶ νὰ βιώνουμε τὴ ζωὴ μας ὄχι μόνο ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ παρόντος βίου, ἀλλὰ καὶ ἐνὸς διηνεκοῦς πνευματικοῦ γίγνεσθαι. Ἐμεῖς, οἱ ἐλάχιστοι συνεχιστὲς τοῦ ἔργου του, ἀς προσπαθοῦμε νὰ καλλιεργοῦμε τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλπίδα καί τήν ἀισιοδοξία, ἀναζητώντας μὲ ταπείνωση νὰ γίνουμε ἄνθρωποι Θεοῦ, ἐκφράζοντας τὴ χριστιανικότητά μας μὲ συνεχῆ πνευματικὴ ἐπαγρύπνηση.
Ὅσιε Μακάριε, πρέσβευε ὑπὲρ τῆς Σχολῆς σου καὶ πάντων ἡμῶν[18].
Βιβλιογραφία
Ἀλεξάνδρου Τυρναβίτου. (1872). Βίος Μακαρίου τοῦ Πατμίου. Στο Κ.Ν. Σάθα (Επιμ.), Μεσαιωνικὴ Βιβλιοθήκη (Τόμ. Γ΄). Βενετία: Τύποις Αντωνίου Μιλάνη.
Ἀρχιμ. Ναυκράτιος Τσουλκανάκης. (1993). Ἅγιος Μακάριος Καλογερᾶς. Θεσσαλονίκη: Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης.
Ἰακώβου Μάνου. (1984). Ἐπιστολὴ 14. Στὸν Μακάριο Καλογερᾶ. Στο Μνήμη Μητροπολίτου Ἰκονίου Ἰακώβου. Τιμητικός Τόμος. Ἀθήνα: Ἐστία Θεολόγων Χάλκης.
Καθηγουμένου Πάτμου Ἀντίπα (2006). Βίος καὶ Ἀκολουθία τῶν Ἐν Πάτμῳ Διαλαμψάντων Ἁγίων, Ἱερὰ Νῆσος Πάτμος.
Κυρίλλου Κογεράκη, Μητροπολίτου Ρόδου. (2007). Μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Μακαρίου τοῦ Καλογερᾶ τοῦ ἐν Πάτμῳ σοφωτάτου διδασκάλου. Στο Πατμιακὸν Λειμωνάριον (σσ. 153–155). Ἱερὰ Πάτμος: Ἔκδοσις Ἱερὰς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
Μακάριος Καλογερᾶς. (ἔτος δημοσίευσης άγνωστο). Θεματογραφία (ΙΖ΄ 4,18). Χίος: Τυπογραφεῖο Ἱερᾶς Μονῆς Χίου.
Μακάριος Καλογερᾶς.
(1765). Εὐαγγελικὴ Σάλπιγξ. Λειψία: Weidmann.
[1] Μακαρίου Καλογερᾶ, Εὐαγγελικὴ Σάλπιγξ, Ἐν
Λειψίᾳ 1765.
[2] Ἀρχιμ. Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος Καλογερᾶς, Θεσσαλονίκη
1993, σελ. 67.
[3] Ἀλεξάνδρου Τυρναβίτου, Βίος Μακαρίου τοῦ Πατμίου,
στὸ ΚΝ ΣΑΘΑ, Μεσαιωνικὴ Βιβλιοθήκη, τόμ. Γ΄, ἐν Βενετίᾳ 1872, σελ. 506.
[4] Ἀρχιμ. Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος Καλογερᾶς, Θεσσαλονίκη
1993, σσ. 67-68.
[5] Ἀλεξάνδρου Τυρναβίτου, Βίος Μακαρίου τοῦ Πατμίου, στὸ ΚΝ ΣΑΘΑ, Μεσαιωνικὴ
Βιβλιοθήκη, τόμ. Γ΄, ἐν Βενετίᾳ 1872, σσ. 506-507
[6] Ἀρχιμ. Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος Καλογερᾶς, Θεσσαλονίκη
1993, σσ. 117-118
[7] Ἀρχιμ. Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος Καλογερᾶς, Θεσσαλονίκη
1993, σελ. 67.
[8] Ἰακώβου Μάνου. (1984). Ἐπιστολὴ 14. Στὸν Μακάριο Καλογερᾶ. Στο Μνήμη
Μητροπολίτου Ἰκονίου Ἰακώβου. Τιμητικός Τόμος. Ἀθήνα: Ἐστία Θεολόγων Χάλκης,
σελ. 154.
[9] Καθηγουμένου Πάτμου Ἀντίπα (2006). Βίος καὶ Ἀκολουθία τῶν Ἐν Πάτμῳ Διαλαμψάντων Ἁγίων, Ἱερὰ Νῆσος Πάτμος, σσ. 38-39
[10] Ἁγίου
Μακαρίου Καλογερᾶ, Εὐαγγελικὴ Σάλπιγξ, σελ. 274.
[11] Καθηγουμένου Πάτμου Ἀντίπα (2006). Βίος καὶ Ἀκολουθία
τῶν Ἐν Πάτμῳ Διαλαμψάντων Ἁγίων, Ἱερὰ Νῆσος Πάτμος, σσ. 38-39
[12] Ἀρχιμ.
Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος ὁ Καλογερᾶς, 249-250
[13] Ἀρχιμ.
Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος ὁ Καλογερᾶς, 249 κ. ἑξ.
[14] Ἀρχιμ.
Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος Καλογερᾶς, σσ. 131-132
[15] Μακαρίου Καλογερᾶ, Θεματογραφία ΙΖ΄
4,18.
[16] Ἀρχιμ.
Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος Καλογερᾶς, σελ. 392.
[17] Ἀλεξάνδρου
Τυρναβίτου, Βίος Μακαρίου τοῦ Πατμίου, στὸ ΚΝ ΣΑΘΑ, Μεσαιωνικὴ Βιβλιοθήκη,
τόμ. Γ΄, ἐν Βενετίᾳ 1872, σελ. 506.
[18] Κυρίλλου
Κογεράκη, Μητροπολίτου Ρόδου, Ἰανουαρίου ΙΘ΄, Μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου πατρὸς
ἠμων Μακαρίου του Καλογερά, τοῦ ἐν Πάτμῳ σοφώτατου διδασκάλου, στὸ Πατμιακὸν
Λειμωνάριον, 2007, Ἱερὰ Πάτμος: Ἔκδοσις Ἱερὰς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Θεολόγου, σσ. 153-155
Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τὴν κοίμηση του μακαριστού Κυδωνιέως Φώτη Κόντογλου. Πενήντα χρόνια δημιουργικής πορείας τοῦ Αϊβαλιώτη συγγραφέα καὶ καλλιτέχνη. Η παρουσία και η μαρτυρία του Κόντογλου στους καταναγκαστικά παγκοσμιοποιημένους καιροὺς μας είναι η μαρτυρία της πονεμένης ῥωμιοσύνης , της ελληνορθόδοξης παράδοσης αλλά και της ολικής σύλληψης και διαχρονικής περὶ του Γένους της ανίχνευσής της στο λαϊκὸ ήθος Ο ίδιος μίλησε για την αναγκαιότητα και την αξία διαφύλαξης της παράδοσης και των ηθών μας όπως διαφαίνεται και από το απόσπασμα του βιβλίου του «Ασάλευτο Θεμέλιο» το 1965
«Ἡ Ἑλλάδα ἔγινε ἕνα παζάρι ποὺ πουλιοῦνται ὅλα, σὲ ὅποιον θέλῃ νὰ τὸ ἀγοράσῃ. Καταντήσαμε νὰ μὴν ἔχουμε ἀπάνω μας τίποτα ἑλληνικό, ἀπὸ τὸ σῶμα μας ἴσαμε τὸ πνεῦμα μας.. Περισσότερο ἀντιστάθηκε σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ὁ λαὸς καὶ βαστάξε καμπόσο, μὰ στὸ τέλος τὸν πῆρε τὸ ρεῦμα καὶ πάει καὶ αὐτός. Τώρα ἔγινε ἀφιλότιμος καὶ ἀδιάντροπος. Ἐνῷ πρῶτα ξεχώριζε ἀπὸ ἄλλες φυλές, γιατὶ ἦταν σεμνός, φιλότιμος, ντροπαλός, καλοδεκτικός, τώρα ἔγινε ἀγνώριστος Οἱ καλοὶ ντρέπονται γιατὶ εἶναι καλοί, συμμαζεμένοι καὶ μὲ ἀνατροφή.. Καημένη Ἑλλάδα! Τί τέλος σὲ περίμενε! Μὰ δὲν ἔχεις μήτε κάποιον νὰ σὲ κλάψει, γιατὶ τὴν κηδεία σου τὴ γιορτάζουνε σὰν γάμο, μὲ χαρὲς καὶ μὲ τραγούδια, ποὺ αὐτὰ εὐτυχῶς δὲν εἶναι ἑλληνικά.. Ὁ Φράγκος δὲν ἔρχεται μὲ μαχαίρια, πιστόλια καὶ φωτιές. Ἦρθε μὲ χάδια καὶ γλυκόλογα. Ἦρθε μὲ δῶρα, μὲ λεφτά, νὰ ἀνακουφίσῃ τὴν φτώχεια μας, νὰ διασκεδάσῃ μαζί μας, νὰ χορέψῃ μαζί μας, νὰ μᾶς εὐκολύνῃ τὴν ζωὴ μὲ τὰ μηχανήματά του. Η Ἑλλάδα κοντεύει νὰ χαθῇ..»
Θα ταξιδεύσουμε λοιπόν με αυτό τον γνήσιο αυτό Έλληνα στη λατρεμένη πατρίδα του, τ' Αϊβαλί ,στη μικρή πολιτεία, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής και που αποτυπώνει ζωντανά τη γιορταστική ατμόσφαιρα που επικρατεί τις μέρες των Χριστουγέννων. Το κείμενο “Παραμονή Χριστούγεννα” αποτελεί απόσπασμα από το πεζογράφημα του Φώτη Κόντογλου “Τ’ Αϊβαλί, η πατρίδα μου”, που δημοσιεύτηκε το 1962..
«Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές. Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,»
Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ὕστερα μπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα.Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγαν τά κάλαντα:Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά.Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ και παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
Ας μεταφερθούμε όμως και στη Σμύρνη τις άγιες μέρες. Να πόσο γλαφυρά μας περιγράφει μία πρόσφυγας από τη μαρτυρική αυτή πόλη την εορταστική προετοιμασία και γιορτή.
"...Από την παραμονή των Χριστουγέννων ανάστατη όλη η οικογένεια στο σμυρναΐικο σπιτι. Από νωρίς το απόγευμα αρχίζαν τα λουσίματα και η καθαριότητα, πρώτα των παιδιών. Θα μεταλαβαίνανε του "Χριστού τη μέρα "που ξημέρωνε, γι' αυτό ήπρεπε να γινει "ειδική καθαριότητα". "Σώμα και ψυχή",οπως έλεγε η μητέρα σαν φέρνανε αντίρηση τα παιδιά. Λούσιμο, χτένισμα με το ψιλό χτένι κόψιμο σύριζα τα νύχια και σαπούνισμα γερό ούλο το κορμί για να μπουν τα παστρικά μοσκομυρισμένα ασπρόρουχα. Νηστεία κρατούσανε όλο το σαρανταήμερο, αλλά για τη μετάληψη έπρεπε να γίνει "τρίμερο" με σκέτο νερόβραστο φαγητό . Αφού γινούτανε η γενική καθαριότητα στο σώμα, η μητέρα φώναζε ένα – ένα παιδί χωριστά και τόκλεινε στην κρεββατοκάμαρη. "Τώρα και τ’άλλα σου τα χρέη", έλεγε σοβαρή - σοβαρή, "τα χρέη της ψυχής, όπως τάπαμε" Αυτά ητανε: - Να πούνε το πιστεύω, τρεις φορές το πατερ ημων και να κάνουνε δέκα μετάννοιες μπροστά στα εικονίσματα. Οταν τελειώνανε κι αυτά τα χρέη ερχότανε η σειρά για τα χειροφιλήματα της συγχώρεσης. "Πρώτα τον παππούλη και τη νενέ και μη ξεχάσεις να κάνεις μετάνοια, αρμήνευε σιγανά η μητέρα. Πάντα, τις γιορτινές μέρες, από τις παραμονές, ερχόντουσαν οι παππούληδες στα παντρεμένα τους παιδιά, για να περάσουν μαζί τους τα πατροπαράδοτα έθιμα. Όταν ερχόταν η ώρα να δώσουν την ευχή τους, για να πάνε να μεταλάβουνε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, άπλωναν με συγκίνηση το γέρικο χέρι τους να το φιλήσουν και έδιναν χίλιες ευκές με τρέμουλη από τη συγκίνηση φωνή, για υγεία, προκοπή και προ πάντων για γνώση. Στην πρώτη γραμμή, απ' ολα τα κατασκευάσματα και τα φαγητά και τα γλυκά ερχούντανε η Βασιλόπιττα. Κάθε Σμυρνιά νοικοκυρά, ήβαζε ούλα τση τα δυνατά να στολίσει καλύτερα απο τσ' άλλης την πίττα του σπιτικού της. Στη μέση ήπρεπε να μπει απαραίτητα ο δικέφαλος αετός του Βυζαντίου και γύρω - γύρω μικρότερα αετουδάκια και λογιών - λογιών πλουμιά. Αστρα, πουλουδάκια και ο,τι άλλο κατέβαζε το γούστο της για να γίνει πιο όμορφη.»
Το Δωδεκαήμερο στη Μικρά Ασία είχε ξεχωριστή και πλούσια εθιμολογία Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα στις πόρτες των σπιτιών με τουμπελέκια και σιδερένια τρίγωνα, κρατώντας σήμαντρα και φαναράκια κρεμασμένα σε κοντάρι. Οι νοικοκυρές τους έδιναν χρήματα, φρούτα και φοινίκια (μελομακάρονα).Οι μεγαλύτεροι έλεγαν τα κάλαντα έχοντας μαζί τους ένα φωτισμένο καραβάκι χειροποίητο από χαρτί ή ξύλο, έφτανε κάποιες φορές και τα τρία μέτρα μήκος. Το κατάρτι του ήταν στολισμένο και είχε μια ελληνική σημαία. «Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά, πρώτη γιορτή του χρόνου.Για βγείτε, δέτε, μάθετε, όπου Χριστός γεννάται.Γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα.Το μέλι τρώγουν οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες…Τα κάλαντα τελείωναν με την ευχή Και εις έτη πολλά. Και του χρόνου να’ στε καλά».
Για τα Χριστούγεννα, σε πολλά μέρη του Πόντου, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να παρασκευάζουν πίτες από καλαμποκάλευρο, αλευροχαλβά, κατμέρια και «πουρμά», ένα σιροπιαστό γλυκό που θύμιζε το σαραϊγλί. Στην Τραπεζούντα τις παραμονές των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές απαραιτήτως ζύμωναν κουλούρια για το σπίτι και τα ζώα. Επίσης ζύμωναν τα χριστόψωμα τα οποία περιείχαν καρύδια και όταν ψήνονταν τα περίχυναν με μέλι. Πάνω στο χριστόψωμο κεντούσαν με αμύγδαλα τη γέννηση του Χριστού. Στόλιζαν ένα τραπέζι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο, με διάφορα γιορτινά καλούδια κι ένα εικόνισμα, αφιερωμένο στην Παναγία, το « Τραπέζι της Παναγίας»Τη νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου, παραμονή των Χριστουγέννων, «εθύμιζαν» δηλαδή έψελναν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα με λύρα και με νταούλ ζουρνά. Οι "καλαντάδε ςπροτού αρχίσουν να ψάλλουν ,ο ένας της παρέας έλεγε μεγαλόφωνα τον πολυχρονισμό, αρχίζοντας από τον αρχηγό της οικογένειας και τελειώνοντας και στο πιο μικρό παιδί και σ' αυτούς τους ξενιτεμένους «Ο Θεός να πολυχρονίζ' τον κύριο τάδε...και στη συνέχεια έψαλλαν:
«Καλημέρα σας και πολλούς χρόνους υγείαν και χαρά στον νοικοκύρη υγείαν και χαρά στα παλικάρια».
Τα Ποντιακά Κάλαντα των Χριστουγέννων, που είναι και τα πιο διαδεδομένα, περιέχουν όλη τη ζωή του θεανθρώπου, από τη στιγμή της Γέννησης του ,χωρίς όμως να προχωρούν και στη Σταύρωση του, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων.
Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον
χαρά! καλή ώρα, καλή σ΄ μέρα
χαρά καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν
οψέ γεννέθεν ουρανοστάθεν
τον εγέννεσεν η Παναγία
τον ενέστεσεν αε παρθένος
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
κι εκατήβεν σο στραυροδρόμι
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.
Ερπαξάν ατόν οι χιλ Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι.
Α σ ακροντικά κι α σην καρδίαν
αίμα έσταξεν χολήν κι εφάνθεν
ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον
μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον
για μυρίστ ατό κι εσύ αφένταμ
συ αφένταμ καλέμ αφένταμ.
Ερθαν τη Χριστού τα παλικάρια
και θυμίζνε τον νοικοκύρην
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Δέβα σο ταρέζ κι έλα σην πόρταν
δος μας ούβας και λεφτοκάρα
κι αν ανιοιείς μας χαρά σην πόρτα σ
Στον Πόντο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά έκανε μια πίτα, τον «Αϊ-Βασίλη». Μέσα στην πίτα έβαζε ένα φλουρί κι απάνω το δικέφαλο βυζαντινό αετό, τέσσερις φορές σταυρωτά, με τις κεφαλές προς τη μέση. Το βράδυ κατά στις οκτώ έστηναν τον ψημένο «Αϊ-Βασίλη» στην άκρη του τραπεζιού όρθιο κι ακουμπούσε στον τοίχο. Έπαιρνε τότε ο νοικοκύρης το κλωνάρι της ελιάς που είχε κόψει το πρωί και το κάρφωνε στον «Αϊ-Βασίλη» λέγοντας τις παρακάτω ευχές : «Με το καλό να μπει Αϊ-Βασίλης», «Να 'μαι γερός να ξανακάμομε την πίτα». Κατόπιν, αν είχαν χρυσή αλυσίδα την έβγαζαν και την κρεμούσαν στον «Αϊ-Βασίλη». Ένα - ένα μέλος της οικογένειας τότε πλησίαζε και κρεμούσε ό,τι χρυσό αντικείμενο είχε κι έλεγαν «Και του χρόνου να 'μαστε καλά!». Το πρωί, ύστερα από την εκκλησιά, έκοβαν την πίτα. Κάθιζαν όλοι γύρω από το τραπέζι κι ο νοικοκύρης έκοβε την πίτα σε κομμάτια. Το πρώτο ήτανε του νοικοκυριού, το δεύτερο του Αϊ-Βασίλη, το τρίτο της νοικοκυράς, το τέταρτο της δουλειάς, τα υπόλοιπα των μελών της οικογένειας και ένα για τους ξένους. Αμέσως ψάχνει καθένας να δει αν του έτυχε το φλουρί. Κόβουν ξεχωριστό κομμάτι και για την εργασία.
Στην Καππαδοκία υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της σε όλες της σχεδόν τις εκδηλώσεις. Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες.
Τα Χριστούγεννα τα έλεγαν οι Καππαδόκες Μικρό Πάσχα. Από την παραμονή 24 Δεκεμβρίου άρχιζαν οι προετοιμασίες, Έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα που τα μοιράζονταν περισσότερες οικογένειες. Σ' όλα τα σπιτικά ζύμωναν πίττες με αλεύρι, γάλα, αυγά, ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν.
Τη νύχτα της παραμονής, περασμένα μεσάνυχτα χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα ή ακόμη και συνεργεία από ιεροδρόμους με επικεφαλής τον κανδηλανάφτη που διάβαιναν το χωριό απ' άκρη σ' άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας χτυπώντας τις πόρτες τους.
Πήγαιναν τότε όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία, τελείωνε, πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους Ασπάζονταν οι μικρότεροι τα χέρια των μεγαλύτερων και ευχόταν «Χριστός γεννάται», «Αληθώς γεννάται», «Χρόνια Πολλά» κ.α.
Έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιλάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το " χερσέ" πιλάφι από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό θεωρούσαν ότι το έδωσαν και στην Παναγία να φάει όταν ήταν λεχώνα.
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα Ομάδες, συνήθως από έξι αγόρια η καθεμιά σκόρπιζαν στο χωριό. Τα τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαινα στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη κρατούσαν με σκοινί ένα φανάρι δικής τους κατασκευής και το άφηναν να κατέβει μέσα στο σπίτι. Ανεβοκατέβαζαν μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού το φανάρι τους και έψελναν το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου " Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου ...» . Την ίδια στιγμή τα άλλα τρία παιδιά είχαν μπει μέσα στο σπίτι, για να πάρουν τα δώρα που θα τους προσφέρουν, αυγά, πλιγούρι, βούτυρο, ξηρούς καρπούς. Και στων Τούρκων τα σπίτια πήγαιναν παιδιά για να ψάλουν τα κάλαντα τα παιδιά τα έτρωγαν μαζί σε ένα σπίτι .Τη νύχτα εκείνη γινόταν από πολλούς προσκύνημα στα λαξευτά παρεκκλήσια του Αγίου Βασιλείου και των 40 Μαρτύρων. Οι δρόμοι φωταγωγημένοι από τα κεριά των προσκυνητών που πήγαιναν και έρχονταν παρουσίαζαν υπέροχο θέαμα.
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι, ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση.Σαράντα μέρες συνέχεια μετά την Πρωτοχρονιά πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στο παρεκκλήσι του Αγίου Βασιλείου να ανάβουν το καντήλι και να παρακαλούν να τους βοηθήσει.
Τα βασικά έθιμα του Δωδεκαημέρου είναι:
Τα κάλαντα
Την ονομασία τους, την πήραν από την λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Παιδιά, κατά ομάδες, περιφέρονταν και περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν τα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και μερικά και την Περιτομή του Χριστού.Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην αρχαία Ελλάδα.Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα.
. Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, ή φανάρια, ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τύμπανου Σήμερα στον Ποντιακό ελληνισμό, διασώζεται άθικτη αυτή η συνήθεια.
Το ελληνικό καραβάκι και το ελληνικότατο Χριστουγεννιάτικο δέντρο
Το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου, είναι ελληνικότατο όπως και το το καραβάκι που εμφανίστηκε όπως στο Βυζάντιο και εδραιώθηκε λίγο μετά την τουρκοκρατία. Όταν κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, οι ναυτικοί γύριζαν στα σπίτια τους για τις γιορτές, οι νοικοκυρές στόλιζαν ένα καράβι. Η πρωταρχική ιδέα και το έθιμο του στολισμού ενός δέντρου κατά τα Χριστούγεννα δεν είναι ξενόφερτη, όπως θεωρούν πολλοί, λόγω άγνοιας. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε παρόμοιο έθιμο, μόνο που το δέντρο που στολιζόταν δεν ήταν έλατο, αλλά η Ειρεσιώνη.Η Ειρεσιώνη (είρος = έριον, μαλλίον) ήταν ένας μεγάλος κλάδος αγριελιάς (κότινος), που τον στόλιζαν με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο καθώς και με τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λ.π, Παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών και άλλων πόλεων της αρχαίας Ελλάδας, τραγουδώντας κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Πρόγονος λοιπόν, του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η ΕιρεσιώνηΤο θρησκευτικό έθιμο του στολισμού δένδρου και μάλιστα ως μετεξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής «Ειρεσιώνης», πέρασε αργότερα και στο Βυζάντιο, και συνδέθηκε με την ελληνορθόδοξη παράδοση των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς
Σύμφωνα με το λαογράφο Κων/νο Καλοκύρη το δέντρο των Χριστουγέννων είναι μίμηση λατρευτικών δέντρων της Ανατολής «Η παλιότερη μαρτυρία, που αναφέρει παρόμοιο διάκοσμο, είναι ένα χειρόγραφο πιθανώς του 13ου αιώνα στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο κάνει λόγο για ένα ναό, που έκτισε το 512 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α΄ στο Tur Abdin της βόρειας Συρίας. Μαζί με τα άλλα αφιερώματα και στολίδια γίνεται λόγος και για δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα, τα οποία ήταν στημένα στις δυο πλευρές της Ωραίας Πύλης του ιερού Βήματος. Στα φύλλα των δέντρων υπήρχε θέση για φώτα, ενώ στο καθένα κρέμονταν πενήντα (50 ) αργυρές αλυσίδες από πάνω έως κάτω και σ’ αυτές ήταν τοποθετημένα μικρά αντικείμενα από χαλκό, χρυσό και άργυρο, όπως: αυγά, ζώα, πτηνά, σταυροί, στέφανα, κλαδίσκοι, δίσκοι κ.α.». Η περιγραφή θυμίζει ασφαλώς το διάκοσμο των σημερινών Χριστουγεννιάτικων Δέντρων . Οι χριστιανοί, του προσέδωσαν χριστιανικό νόημα και έβαλαν το δέντρο στις εκκλησίες, εξακολουθώντας να κρεμούν σ’ αυτό διάφορα μικροαντικείμενα, αγγεία, απομιμήσεις ζώων και πτηνών κ.λ.π.Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προέλευση του εθίμου είναι Ανατολική και πως από την Ανατολή πέρασε στη Δύση. Δεν παραλείπει ο λαογράφος να αναφερθεί σε ακόμη δυο κείμενα στα οποία δίνεται, στο μεν πρώτο, περιγραφή των φώτων σε δέντρα στο επιστύλιο του τέμπλου του Ναού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, το 563, και στο άλλο στον Άμβωνα του ίδιου ναού.
Φαίνεται επίσης πως τα συριακά δέντρα, αυτά με την κωνοειδή μορφή και τα φώτα εξελίχθηκαν στα μεγάλα ορειχάλκινα μανουάλια που συναντάμε στα πλάγια της Ωραίας Πύλης στις εκκλησίες μας και μοιάζουν με κωνοειδή δέντρα.Ο Καλοκύρης λοιπόν θεωρεί πως το δέντρο χρησιμοποιήθηκε ως ιερό από την Εκκλησιά για πρώτη φορά στην Ανατολή, ειδικότερα στη Συρία και είναι αυτό το δέντρο που αποτελεί τον πρόδρομο του σημερινού Χριστουγεννιάτικου δέντρου .Για να ισχυροποιήσει και άλλο την άποψή του αναφέρεται σε έθιμο που υπάρχει από πολύ παλιά στο ναό του Αγίου Νικολάου στο Λιτόχωρο Πιερίας όπου στα Θεοφάνια τοποθετούνται δυο δέντρα μέσα στο ναό, σημασία έχει η τοποθέτηση των δυο δέντρων και μάλιστα κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων.. Επιπλέον σε ότι αφορά τη διασύνδεση του δέντρου με τα Χριστούγεννα ο Καλοκύρης πέρα από την παράθεση κειμένων με την οποία στηρίζει την πεποίθηση, Δέντρο-ξύλο(ζωής)–Χριστός, σημειώνει πως στην εικονογραφία της Γεννήσεως συναντάμε δίπλα στη Θεοτόκο με το θείο Βρέφος και ένα δέντρο…» και τέλος παραθέτει κάλαντα που ακούγονταν στην Καππαδοκία, στους Αγίους Τόπους και στην Κρήτη με μια μικρή διαφορά μεταξύ τους:
«κει που γεννήθεκε ο Χριστός
χρυσό δενδρίν εβγήκε….»
Από την Δύση το έθιμο αυτό επέστρεψε και πάλι στη πατρίδα μας, σαν χριστουγεννιάτικο έλατο, αφού κατά την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία είχε λησμονηθεί και εκλείψει σε πολλά μέρη το έθιμο του στολισμένου δενδρολίβανου.
Λέγεται, πως μετά την Επανάσταση του 1821 και την σύσταση του Νεοελληνικού Κράτους οι Βαυαροί έφεραν το έθιμο του στολισμού του χριστουγεννιάτικου ελάτου στην Ελλάδα και πως για πρώτη φορά στολίστηκε χριστουγεννιάτικο δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833.
Το Χριστόψωμο
Το ζύμωμα του χριστόψωμου θεωρείται έργο θείο και είναι έθιμο καθαρά Χριστιανικό. Οι γυναίκες φτιάχνουν τη ζύμη με ιδιαίτερη ευλάβεια και υπομονή. Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία. Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, όπως ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα, και κατά τη διάρκεια του ζημώματος λένε: “Ο Χριστός γεννιέται, το Φως ανεβαίνει στη γη , το προζύμι θα γενεί.” Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ’ τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι ή ένα αυγό. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλάκια. Σε πολλά μέρη τα χριστόψωμα, τα έφτιαχναν κεντημένα με ωραία σχήματα που γίνονταν πάνω στο ζυμάρι με διάφορα ποτήρια, μικρά ή μεγάλα ή κούπες από βελανίδια που συμβόλιζαν την αφθονία που ήθελαν να έχουν στην παραγωγή των ζώων και της σοδειάς του σπιτιού τους.Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές. Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης παίρνει το χριστόψωμο, το σταυρώνει, το κόβει και το μοιράζει σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονται στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Υπάρχει ο συμβολισμός της Θείας κοινωνίας, όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής στο Μυστικό Δείπνο.
Το Χριστόξυλο
Στις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα, στο τζάκι του σπιτιού. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη Του. Σε κάθε σπιτικό, προσπαθούν το Χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα.
Η Βασιλόπιτα
Το έθιμο της βασιλόπιτας που κόβουμε την παραμονή ή ανήμερα την Πρωτοχρονιά είναι η διάσωση του μεγάλου θαύματος του Μεγάλου αγίου και πατέρα της εκκλησίας μας Αγίου Βασιλείου. Το ιστορικό γεγονός συνέβη πριν 1500 χρόνια περίπου στην πόλη της Καισάρειας της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία .Ο Μέγας Βασίλειος ήταν Επίσκοπος της Καισάρειας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του. Κάποια μέρα όμως ο βασιλιάς Ουάλης τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της Καισάρειας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη, για να την κατακτήσει. Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο βασιλιάς αποφασισμένος περικύκλωσε αμέσως την Καισάρεια με το στρατό του.. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια. Οι χριστιανοί της Καισάρειας που αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους μάζεψαν από τα σπίτια τους ό,τι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν για να τα δώσει στον τύραννο..Ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του, προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο βασιλιά ό,τι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο βασιλιάς πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, έγινε το θαύμα ! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά ένα λαμπρό καβαλάρη να ορμάει και σε ελάχιστο χρόνο ο σκληρός βασιλιάς και οι δικοί τουνα αφανίζονται. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος .Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισάρειας. Τότε όμως, ο Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σε δύσκολη θέση γιατί θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν και κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμαστήκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισάρειας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξη τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα χρυσαφικά και μάλιστα ό,τι πολύτιμο αντικείμενο είχε δώσει. Ήταν λοιπόν ξεχωριστό ψωμάκι, η Βασιλόπιτα. Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη Βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την Πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου .Η Βασιλόπιτα Αγιοβασιλιάτικο έθιμο πολλών αιώνων, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, για να μας θυμίζει την Αγάπη και την Καλοσύνη Αυτού Του Μεγάλου Αγίου.
Θα κλείσουμε την αναφορά μας αυτή με το κάλεσμα του μεγάλου παιδαγωγού της φυλής μας του Φώτη Κόντογλου για αυθεντική και γνήσια συμμετοχή μας στην ιερά πανήγυρη του Δωδεκαημέρου:
«Τι να πούμε κι εμείς, τα βλαχάκια, τα φτωχαδάκια, που μας νανούριζε η μάνα μας με τα παραπονετικά τραγούδια της στην κούνια μας, και τώρα δακρύζουμε σαν ακούμε τα τροπάρια και τα κάλαντα, που μας ενώνουνε με τους αγαπημένους μας που περάσανε από τον τόπο μας πριν από μας;
Αδέρφια μου. Φυλάξτε τα ελληνικά συνήθεια μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας, και μη ξεγιελιώσατε με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις.«Ευφρανθήτε εορτάζοντες». Ακούστε τι λένε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε, με προθυμίαν μπήτε, ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν, και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν. Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρόν σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε. Δόστε και κανενός φτωχού «όστις να υστερήται».
Αθάνατη ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η καλοπέραση.
Ναι, αδερφοί μου Έλληνες, χαίρετε μαζί με κείνους που χαίρουνται και κλαίτε μαζί με κείνους που κλαίνε, και σ’ αυτή μονάχα θα βρήτε ανακούφιση. Δίνετε στους άλλους απ’ ό,τι έχετε. Το παραπάνω απ’ ότι έχει κανένας ανάγκη, το κλέβει από τον άλλον. «Μακάριον το διδόναι μάλλον, ή λαμβάνειν» Οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια, ἐκθέσεις μὲ τερατουργήματα, ὁμιλίες καὶ ἀερολογίες, καλλιστεῖα, ποὺ μετριέται ἡ ἐμορφιὰ μὲ τὴ μεζούρα, ἠλίθιους καρνάβαλους, συλλόγους λογῆς-λογῆς μὲ γεύματα καὶ μὲ σοβαρὲς συζητήσεις γιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ γαϊδάρου, συνδέσμους ἀφιερωμένους στοὺς ἀποθεωμένους ἄνδρας τῆς Εὐρώπης κι ἕνα σωρὸ ἀλλὰ τέτοια. Αὐτή, μὲ μιὰ ματιά, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας σήμερα, ποὺ νὰ μὴν ἀβασκαθῇ!
Ποῦ νὰ βρεῖ κανένας καταφύγιο; …
-Δόξα στὸν Θεό, ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα κάποιο καταφύγιο γιὰ μᾶς ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε «τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐποχῆς μας». Δόξα στὸν θεὸ ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα κάποιοι τόποι ποὺ δὲν τοὺς ἐξήρανε αὐτὴ ἡ φυλλοξήρα ποὺ λέγεται σύγχρονος πολιτισμός.
«Καλὸ εἶναι νὰ ὑπάρχεις, ἀλλὰ νὰ ζεῖς εἶναι ἄλλο πρᾶγμα»
Φώτιος Κόντογλου ο Κυδωνιεύς
Ας ακολουθήσουμε λοιπόν αυτή την γνήσια εορταστική πορεία έτσι όπως μας την παραδίδει το φρόνημα και το ήθος των πατέρων και των προγόνων μας και ας μεταμορφωθούμε σε αληθώς δοξολογούντες τον Ενανθρωπίσαντα Κύριό μας.
Σας εύχομαι
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΤΟ ΝΕΟ ΣΩΤΗΡΙΟ ΕΤΟΣ
2016
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ