Με αφορμή τον επικείμενο εορτασμό του Δωδεκαημέρου (παραμονές των Χριστουγέννων έως την ημέρα των Θεοφανίων) θα αναφερθούμε φέτος στα ήθη και έθιμα της εορταστικής αυτής περιόδου στις χαμένες Πατρίδες μας της Μικράς Ασίας που είναι οι κοιτίδες του ελληνισμού για να επαναπροσδιορίσουμε την αλλοιωμένη εορταστική μας πραγματικότητα.
Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τὴν κοίμηση του μακαριστού Κυδωνιέως Φώτη Κόντογλου. Πενήντα χρόνια δημιουργικής πορείας τοῦ Αϊβαλιώτη συγγραφέα καὶ καλλιτέχνη. Η παρουσία και η μαρτυρία του Κόντογλου στους καταναγκαστικά παγκοσμιοποιημένους καιροὺς μας είναι η μαρτυρία της πονεμένης ῥωμιοσύνης , της ελληνορθόδοξης παράδοσης αλλά και της ολικής σύλληψης και διαχρονικής περὶ του Γένους της ανίχνευσής της στο λαϊκὸ ήθος Ο ίδιος μίλησε για την αναγκαιότητα και την αξία διαφύλαξης της παράδοσης και των ηθών μας όπως διαφαίνεται και από το απόσπασμα του βιβλίου του «Ασάλευτο Θεμέλιο» το 1965
«Ἡ Ἑλλάδα ἔγινε ἕνα παζάρι ποὺ πουλιοῦνται ὅλα, σὲ ὅποιον θέλῃ νὰ τὸ ἀγοράσῃ. Καταντήσαμε νὰ μὴν ἔχουμε ἀπάνω μας τίποτα ἑλληνικό, ἀπὸ τὸ σῶμα μας ἴσαμε τὸ πνεῦμα μας.. Περισσότερο ἀντιστάθηκε σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ὁ λαὸς καὶ βαστάξε καμπόσο, μὰ στὸ τέλος τὸν πῆρε τὸ ρεῦμα καὶ πάει καὶ αὐτός. Τώρα ἔγινε ἀφιλότιμος καὶ ἀδιάντροπος. Ἐνῷ πρῶτα ξεχώριζε ἀπὸ ἄλλες φυλές, γιατὶ ἦταν σεμνός, φιλότιμος, ντροπαλός, καλοδεκτικός, τώρα ἔγινε ἀγνώριστος Οἱ καλοὶ ντρέπονται γιατὶ εἶναι καλοί, συμμαζεμένοι καὶ μὲ ἀνατροφή.. Καημένη Ἑλλάδα! Τί τέλος σὲ περίμενε! Μὰ δὲν ἔχεις μήτε κάποιον νὰ σὲ κλάψει, γιατὶ τὴν κηδεία σου τὴ γιορτάζουνε σὰν γάμο, μὲ χαρὲς καὶ μὲ τραγούδια, ποὺ αὐτὰ εὐτυχῶς δὲν εἶναι ἑλληνικά.. Ὁ Φράγκος δὲν ἔρχεται μὲ μαχαίρια, πιστόλια καὶ φωτιές. Ἦρθε μὲ χάδια καὶ γλυκόλογα. Ἦρθε μὲ δῶρα, μὲ λεφτά, νὰ ἀνακουφίσῃ τὴν φτώχεια μας, νὰ διασκεδάσῃ μαζί μας, νὰ χορέψῃ μαζί μας, νὰ μᾶς εὐκολύνῃ τὴν ζωὴ μὲ τὰ μηχανήματά του. Η Ἑλλάδα κοντεύει νὰ χαθῇ..»
Θα ταξιδεύσουμε λοιπόν με αυτό τον γνήσιο αυτό Έλληνα στη λατρεμένη πατρίδα του, τ' Αϊβαλί ,στη μικρή πολιτεία, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής και που αποτυπώνει ζωντανά τη γιορταστική ατμόσφαιρα που επικρατεί τις μέρες των Χριστουγέννων. Το κείμενο “Παραμονή Χριστούγεννα” αποτελεί απόσπασμα από το πεζογράφημα του Φώτη Κόντογλου “Τ’ Αϊβαλί, η πατρίδα μου”, που δημοσιεύτηκε το 1962..
«Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές. Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,»
Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ὕστερα μπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα.Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγαν τά κάλαντα:Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά.Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ και παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
Ας μεταφερθούμε όμως και στη Σμύρνη τις άγιες μέρες. Να πόσο γλαφυρά μας περιγράφει μία πρόσφυγας από τη μαρτυρική αυτή πόλη την εορταστική προετοιμασία και γιορτή.
"...Από την παραμονή των Χριστουγέννων ανάστατη όλη η οικογένεια στο σμυρναΐικο σπιτι. Από νωρίς το απόγευμα αρχίζαν τα λουσίματα και η καθαριότητα, πρώτα των παιδιών. Θα μεταλαβαίνανε του "Χριστού τη μέρα "που ξημέρωνε, γι' αυτό ήπρεπε να γινει "ειδική καθαριότητα". "Σώμα και ψυχή",οπως έλεγε η μητέρα σαν φέρνανε αντίρηση τα παιδιά. Λούσιμο, χτένισμα με το ψιλό χτένι κόψιμο σύριζα τα νύχια και σαπούνισμα γερό ούλο το κορμί για να μπουν τα παστρικά μοσκομυρισμένα ασπρόρουχα. Νηστεία κρατούσανε όλο το σαρανταήμερο, αλλά για τη μετάληψη έπρεπε να γίνει "τρίμερο" με σκέτο νερόβραστο φαγητό . Αφού γινούτανε η γενική καθαριότητα στο σώμα, η μητέρα φώναζε ένα – ένα παιδί χωριστά και τόκλεινε στην κρεββατοκάμαρη. "Τώρα και τ’άλλα σου τα χρέη", έλεγε σοβαρή - σοβαρή, "τα χρέη της ψυχής, όπως τάπαμε" Αυτά ητανε: - Να πούνε το πιστεύω, τρεις φορές το πατερ ημων και να κάνουνε δέκα μετάννοιες μπροστά στα εικονίσματα. Οταν τελειώνανε κι αυτά τα χρέη ερχότανε η σειρά για τα χειροφιλήματα της συγχώρεσης. "Πρώτα τον παππούλη και τη νενέ και μη ξεχάσεις να κάνεις μετάνοια, αρμήνευε σιγανά η μητέρα. Πάντα, τις γιορτινές μέρες, από τις παραμονές, ερχόντουσαν οι παππούληδες στα παντρεμένα τους παιδιά, για να περάσουν μαζί τους τα πατροπαράδοτα έθιμα. Όταν ερχόταν η ώρα να δώσουν την ευχή τους, για να πάνε να μεταλάβουνε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, άπλωναν με συγκίνηση το γέρικο χέρι τους να το φιλήσουν και έδιναν χίλιες ευκές με τρέμουλη από τη συγκίνηση φωνή, για υγεία, προκοπή και προ πάντων για γνώση. Στην πρώτη γραμμή, απ' ολα τα κατασκευάσματα και τα φαγητά και τα γλυκά ερχούντανε η Βασιλόπιττα. Κάθε Σμυρνιά νοικοκυρά, ήβαζε ούλα τση τα δυνατά να στολίσει καλύτερα απο τσ' άλλης την πίττα του σπιτικού της. Στη μέση ήπρεπε να μπει απαραίτητα ο δικέφαλος αετός του Βυζαντίου και γύρω - γύρω μικρότερα αετουδάκια και λογιών - λογιών πλουμιά. Αστρα, πουλουδάκια και ο,τι άλλο κατέβαζε το γούστο της για να γίνει πιο όμορφη.»
Το Δωδεκαήμερο στη Μικρά Ασία είχε ξεχωριστή και πλούσια εθιμολογία Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα στις πόρτες των σπιτιών με τουμπελέκια και σιδερένια τρίγωνα, κρατώντας σήμαντρα και φαναράκια κρεμασμένα σε κοντάρι. Οι νοικοκυρές τους έδιναν χρήματα, φρούτα και φοινίκια (μελομακάρονα).Οι μεγαλύτεροι έλεγαν τα κάλαντα έχοντας μαζί τους ένα φωτισμένο καραβάκι χειροποίητο από χαρτί ή ξύλο, έφτανε κάποιες φορές και τα τρία μέτρα μήκος. Το κατάρτι του ήταν στολισμένο και είχε μια ελληνική σημαία. «Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά, πρώτη γιορτή του χρόνου.Για βγείτε, δέτε, μάθετε, όπου Χριστός γεννάται.Γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα.Το μέλι τρώγουν οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες…Τα κάλαντα τελείωναν με την ευχή Και εις έτη πολλά. Και του χρόνου να’ στε καλά».
Για τα Χριστούγεννα, σε πολλά μέρη του Πόντου, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να παρασκευάζουν πίτες από καλαμποκάλευρο, αλευροχαλβά, κατμέρια και «πουρμά», ένα σιροπιαστό γλυκό που θύμιζε το σαραϊγλί. Στην Τραπεζούντα τις παραμονές των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές απαραιτήτως ζύμωναν κουλούρια για το σπίτι και τα ζώα. Επίσης ζύμωναν τα χριστόψωμα τα οποία περιείχαν καρύδια και όταν ψήνονταν τα περίχυναν με μέλι. Πάνω στο χριστόψωμο κεντούσαν με αμύγδαλα τη γέννηση του Χριστού. Στόλιζαν ένα τραπέζι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο, με διάφορα γιορτινά καλούδια κι ένα εικόνισμα, αφιερωμένο στην Παναγία, το « Τραπέζι της Παναγίας»Τη νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου, παραμονή των Χριστουγέννων, «εθύμιζαν» δηλαδή έψελναν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα με λύρα και με νταούλ ζουρνά. Οι "καλαντάδε ςπροτού αρχίσουν να ψάλλουν ,ο ένας της παρέας έλεγε μεγαλόφωνα τον πολυχρονισμό, αρχίζοντας από τον αρχηγό της οικογένειας και τελειώνοντας και στο πιο μικρό παιδί και σ' αυτούς τους ξενιτεμένους «Ο Θεός να πολυχρονίζ' τον κύριο τάδε...και στη συνέχεια έψαλλαν:
«Καλημέρα σας και πολλούς χρόνους υγείαν και χαρά στον νοικοκύρη υγείαν και χαρά στα παλικάρια».
Τα Ποντιακά Κάλαντα των Χριστουγέννων, που είναι και τα πιο διαδεδομένα, περιέχουν όλη τη ζωή του θεανθρώπου, από τη στιγμή της Γέννησης του ,χωρίς όμως να προχωρούν και στη Σταύρωση του, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων.
Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον
χαρά! καλή ώρα, καλή σ΄ μέρα
χαρά καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν
οψέ γεννέθεν ουρανοστάθεν
τον εγέννεσεν η Παναγία
τον ενέστεσεν αε παρθένος
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
κι εκατήβεν σο στραυροδρόμι
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.
Ερπαξάν ατόν οι χιλ Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι.
Α σ ακροντικά κι α σην καρδίαν
αίμα έσταξεν χολήν κι εφάνθεν
ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον
μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον
για μυρίστ ατό κι εσύ αφένταμ
συ αφένταμ καλέμ αφένταμ.
Ερθαν τη Χριστού τα παλικάρια
και θυμίζνε τον νοικοκύρην
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Δέβα σο ταρέζ κι έλα σην πόρταν
δος μας ούβας και λεφτοκάρα
κι αν ανιοιείς μας χαρά σην πόρτα σ
Στον Πόντο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά έκανε μια πίτα, τον «Αϊ-Βασίλη». Μέσα στην πίτα έβαζε ένα φλουρί κι απάνω το δικέφαλο βυζαντινό αετό, τέσσερις φορές σταυρωτά, με τις κεφαλές προς τη μέση. Το βράδυ κατά στις οκτώ έστηναν τον ψημένο «Αϊ-Βασίλη» στην άκρη του τραπεζιού όρθιο κι ακουμπούσε στον τοίχο. Έπαιρνε τότε ο νοικοκύρης το κλωνάρι της ελιάς που είχε κόψει το πρωί και το κάρφωνε στον «Αϊ-Βασίλη» λέγοντας τις παρακάτω ευχές : «Με το καλό να μπει Αϊ-Βασίλης», «Να 'μαι γερός να ξανακάμομε την πίτα». Κατόπιν, αν είχαν χρυσή αλυσίδα την έβγαζαν και την κρεμούσαν στον «Αϊ-Βασίλη». Ένα - ένα μέλος της οικογένειας τότε πλησίαζε και κρεμούσε ό,τι χρυσό αντικείμενο είχε κι έλεγαν «Και του χρόνου να 'μαστε καλά!». Το πρωί, ύστερα από την εκκλησιά, έκοβαν την πίτα. Κάθιζαν όλοι γύρω από το τραπέζι κι ο νοικοκύρης έκοβε την πίτα σε κομμάτια. Το πρώτο ήτανε του νοικοκυριού, το δεύτερο του Αϊ-Βασίλη, το τρίτο της νοικοκυράς, το τέταρτο της δουλειάς, τα υπόλοιπα των μελών της οικογένειας και ένα για τους ξένους. Αμέσως ψάχνει καθένας να δει αν του έτυχε το φλουρί. Κόβουν ξεχωριστό κομμάτι και για την εργασία.
Στην Καππαδοκία υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της σε όλες της σχεδόν τις εκδηλώσεις. Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες.
Τα Χριστούγεννα τα έλεγαν οι Καππαδόκες Μικρό Πάσχα. Από την παραμονή 24 Δεκεμβρίου άρχιζαν οι προετοιμασίες, Έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα που τα μοιράζονταν περισσότερες οικογένειες. Σ' όλα τα σπιτικά ζύμωναν πίττες με αλεύρι, γάλα, αυγά, ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν.
Τη νύχτα της παραμονής, περασμένα μεσάνυχτα χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα ή ακόμη και συνεργεία από ιεροδρόμους με επικεφαλής τον κανδηλανάφτη που διάβαιναν το χωριό απ' άκρη σ' άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας χτυπώντας τις πόρτες τους.
Πήγαιναν τότε όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία, τελείωνε, πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους Ασπάζονταν οι μικρότεροι τα χέρια των μεγαλύτερων και ευχόταν «Χριστός γεννάται», «Αληθώς γεννάται», «Χρόνια Πολλά» κ.α.
Έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιλάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το " χερσέ" πιλάφι από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό θεωρούσαν ότι το έδωσαν και στην Παναγία να φάει όταν ήταν λεχώνα.
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα Ομάδες, συνήθως από έξι αγόρια η καθεμιά σκόρπιζαν στο χωριό. Τα τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαινα στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη κρατούσαν με σκοινί ένα φανάρι δικής τους κατασκευής και το άφηναν να κατέβει μέσα στο σπίτι. Ανεβοκατέβαζαν μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού το φανάρι τους και έψελναν το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου " Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου ...» . Την ίδια στιγμή τα άλλα τρία παιδιά είχαν μπει μέσα στο σπίτι, για να πάρουν τα δώρα που θα τους προσφέρουν, αυγά, πλιγούρι, βούτυρο, ξηρούς καρπούς. Και στων Τούρκων τα σπίτια πήγαιναν παιδιά για να ψάλουν τα κάλαντα τα παιδιά τα έτρωγαν μαζί σε ένα σπίτι .Τη νύχτα εκείνη γινόταν από πολλούς προσκύνημα στα λαξευτά παρεκκλήσια του Αγίου Βασιλείου και των 40 Μαρτύρων. Οι δρόμοι φωταγωγημένοι από τα κεριά των προσκυνητών που πήγαιναν και έρχονταν παρουσίαζαν υπέροχο θέαμα.
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι, ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση.Σαράντα μέρες συνέχεια μετά την Πρωτοχρονιά πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στο παρεκκλήσι του Αγίου Βασιλείου να ανάβουν το καντήλι και να παρακαλούν να τους βοηθήσει.
Τα βασικά έθιμα του Δωδεκαημέρου είναι:
Τα κάλαντα
Την ονομασία τους, την πήραν από την λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Παιδιά, κατά ομάδες, περιφέρονταν και περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν τα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και μερικά και την Περιτομή του Χριστού.Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην αρχαία Ελλάδα.Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα.
. Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, ή φανάρια, ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τύμπανου Σήμερα στον Ποντιακό ελληνισμό, διασώζεται άθικτη αυτή η συνήθεια.
Το ελληνικό καραβάκι και το ελληνικότατο Χριστουγεννιάτικο δέντρο
Το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου, είναι ελληνικότατο όπως και το το καραβάκι που εμφανίστηκε όπως στο Βυζάντιο και εδραιώθηκε λίγο μετά την τουρκοκρατία. Όταν κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, οι ναυτικοί γύριζαν στα σπίτια τους για τις γιορτές, οι νοικοκυρές στόλιζαν ένα καράβι. Η πρωταρχική ιδέα και το έθιμο του στολισμού ενός δέντρου κατά τα Χριστούγεννα δεν είναι ξενόφερτη, όπως θεωρούν πολλοί, λόγω άγνοιας. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε παρόμοιο έθιμο, μόνο που το δέντρο που στολιζόταν δεν ήταν έλατο, αλλά η Ειρεσιώνη.Η Ειρεσιώνη (είρος = έριον, μαλλίον) ήταν ένας μεγάλος κλάδος αγριελιάς (κότινος), που τον στόλιζαν με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο καθώς και με τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λ.π, Παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών και άλλων πόλεων της αρχαίας Ελλάδας, τραγουδώντας κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Πρόγονος λοιπόν, του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η ΕιρεσιώνηΤο θρησκευτικό έθιμο του στολισμού δένδρου και μάλιστα ως μετεξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής «Ειρεσιώνης», πέρασε αργότερα και στο Βυζάντιο, και συνδέθηκε με την ελληνορθόδοξη παράδοση των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς
Σύμφωνα με το λαογράφο Κων/νο Καλοκύρη το δέντρο των Χριστουγέννων είναι μίμηση λατρευτικών δέντρων της Ανατολής «Η παλιότερη μαρτυρία, που αναφέρει παρόμοιο διάκοσμο, είναι ένα χειρόγραφο πιθανώς του 13ου αιώνα στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο κάνει λόγο για ένα ναό, που έκτισε το 512 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α΄ στο Tur Abdin της βόρειας Συρίας. Μαζί με τα άλλα αφιερώματα και στολίδια γίνεται λόγος και για δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα, τα οποία ήταν στημένα στις δυο πλευρές της Ωραίας Πύλης του ιερού Βήματος. Στα φύλλα των δέντρων υπήρχε θέση για φώτα, ενώ στο καθένα κρέμονταν πενήντα (50 ) αργυρές αλυσίδες από πάνω έως κάτω και σ’ αυτές ήταν τοποθετημένα μικρά αντικείμενα από χαλκό, χρυσό και άργυρο, όπως: αυγά, ζώα, πτηνά, σταυροί, στέφανα, κλαδίσκοι, δίσκοι κ.α.». Η περιγραφή θυμίζει ασφαλώς το διάκοσμο των σημερινών Χριστουγεννιάτικων Δέντρων . Οι χριστιανοί, του προσέδωσαν χριστιανικό νόημα και έβαλαν το δέντρο στις εκκλησίες, εξακολουθώντας να κρεμούν σ’ αυτό διάφορα μικροαντικείμενα, αγγεία, απομιμήσεις ζώων και πτηνών κ.λ.π.Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προέλευση του εθίμου είναι Ανατολική και πως από την Ανατολή πέρασε στη Δύση. Δεν παραλείπει ο λαογράφος να αναφερθεί σε ακόμη δυο κείμενα στα οποία δίνεται, στο μεν πρώτο, περιγραφή των φώτων σε δέντρα στο επιστύλιο του τέμπλου του Ναού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, το 563, και στο άλλο στον Άμβωνα του ίδιου ναού.
Φαίνεται επίσης πως τα συριακά δέντρα, αυτά με την κωνοειδή μορφή και τα φώτα εξελίχθηκαν στα μεγάλα ορειχάλκινα μανουάλια που συναντάμε στα πλάγια της Ωραίας Πύλης στις εκκλησίες μας και μοιάζουν με κωνοειδή δέντρα.Ο Καλοκύρης λοιπόν θεωρεί πως το δέντρο χρησιμοποιήθηκε ως ιερό από την Εκκλησιά για πρώτη φορά στην Ανατολή, ειδικότερα στη Συρία και είναι αυτό το δέντρο που αποτελεί τον πρόδρομο του σημερινού Χριστουγεννιάτικου δέντρου .Για να ισχυροποιήσει και άλλο την άποψή του αναφέρεται σε έθιμο που υπάρχει από πολύ παλιά στο ναό του Αγίου Νικολάου στο Λιτόχωρο Πιερίας όπου στα Θεοφάνια τοποθετούνται δυο δέντρα μέσα στο ναό, σημασία έχει η τοποθέτηση των δυο δέντρων και μάλιστα κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων.. Επιπλέον σε ότι αφορά τη διασύνδεση του δέντρου με τα Χριστούγεννα ο Καλοκύρης πέρα από την παράθεση κειμένων με την οποία στηρίζει την πεποίθηση, Δέντρο-ξύλο(ζωής)–Χριστός, σημειώνει πως στην εικονογραφία της Γεννήσεως συναντάμε δίπλα στη Θεοτόκο με το θείο Βρέφος και ένα δέντρο…» και τέλος παραθέτει κάλαντα που ακούγονταν στην Καππαδοκία, στους Αγίους Τόπους και στην Κρήτη με μια μικρή διαφορά μεταξύ τους:
«κει που γεννήθεκε ο Χριστός
χρυσό δενδρίν εβγήκε….»
Από την Δύση το έθιμο αυτό επέστρεψε και πάλι στη πατρίδα μας, σαν χριστουγεννιάτικο έλατο, αφού κατά την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία είχε λησμονηθεί και εκλείψει σε πολλά μέρη το έθιμο του στολισμένου δενδρολίβανου.
Λέγεται, πως μετά την Επανάσταση του 1821 και την σύσταση του Νεοελληνικού Κράτους οι Βαυαροί έφεραν το έθιμο του στολισμού του χριστουγεννιάτικου ελάτου στην Ελλάδα και πως για πρώτη φορά στολίστηκε χριστουγεννιάτικο δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833.
Το Χριστόψωμο
Το ζύμωμα του χριστόψωμου θεωρείται έργο θείο και είναι έθιμο καθαρά Χριστιανικό. Οι γυναίκες φτιάχνουν τη ζύμη με ιδιαίτερη ευλάβεια και υπομονή. Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία. Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, όπως ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα, και κατά τη διάρκεια του ζημώματος λένε: “Ο Χριστός γεννιέται, το Φως ανεβαίνει στη γη , το προζύμι θα γενεί.” Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ’ τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι ή ένα αυγό. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλάκια. Σε πολλά μέρη τα χριστόψωμα, τα έφτιαχναν κεντημένα με ωραία σχήματα που γίνονταν πάνω στο ζυμάρι με διάφορα ποτήρια, μικρά ή μεγάλα ή κούπες από βελανίδια που συμβόλιζαν την αφθονία που ήθελαν να έχουν στην παραγωγή των ζώων και της σοδειάς του σπιτιού τους.Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές. Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης παίρνει το χριστόψωμο, το σταυρώνει, το κόβει και το μοιράζει σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονται στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Υπάρχει ο συμβολισμός της Θείας κοινωνίας, όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής στο Μυστικό Δείπνο.
Το Χριστόξυλο
Στις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα, στο τζάκι του σπιτιού. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη Του. Σε κάθε σπιτικό, προσπαθούν το Χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα.
Η Βασιλόπιτα
Το έθιμο της βασιλόπιτας που κόβουμε την παραμονή ή ανήμερα την Πρωτοχρονιά είναι η διάσωση του μεγάλου θαύματος του Μεγάλου αγίου και πατέρα της εκκλησίας μας Αγίου Βασιλείου. Το ιστορικό γεγονός συνέβη πριν 1500 χρόνια περίπου στην πόλη της Καισάρειας της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία .Ο Μέγας Βασίλειος ήταν Επίσκοπος της Καισάρειας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του. Κάποια μέρα όμως ο βασιλιάς Ουάλης τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της Καισάρειας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη, για να την κατακτήσει. Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο βασιλιάς αποφασισμένος περικύκλωσε αμέσως την Καισάρεια με το στρατό του.. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια. Οι χριστιανοί της Καισάρειας που αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους μάζεψαν από τα σπίτια τους ό,τι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν για να τα δώσει στον τύραννο..Ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του, προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο βασιλιά ό,τι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο βασιλιάς πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, έγινε το θαύμα ! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά ένα λαμπρό καβαλάρη να ορμάει και σε ελάχιστο χρόνο ο σκληρός βασιλιάς και οι δικοί τουνα αφανίζονται. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος .Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισάρειας. Τότε όμως, ο Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σε δύσκολη θέση γιατί θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν και κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμαστήκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισάρειας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξη τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα χρυσαφικά και μάλιστα ό,τι πολύτιμο αντικείμενο είχε δώσει. Ήταν λοιπόν ξεχωριστό ψωμάκι, η Βασιλόπιτα. Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη Βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την Πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου .Η Βασιλόπιτα Αγιοβασιλιάτικο έθιμο πολλών αιώνων, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, για να μας θυμίζει την Αγάπη και την Καλοσύνη Αυτού Του Μεγάλου Αγίου.
Θα κλείσουμε την αναφορά μας αυτή με το κάλεσμα του μεγάλου παιδαγωγού της φυλής μας του Φώτη Κόντογλου για αυθεντική και γνήσια συμμετοχή μας στην ιερά πανήγυρη του Δωδεκαημέρου:
«Τι να πούμε κι εμείς, τα βλαχάκια, τα φτωχαδάκια, που μας νανούριζε η μάνα μας με τα παραπονετικά τραγούδια της στην κούνια μας, και τώρα δακρύζουμε σαν ακούμε τα τροπάρια και τα κάλαντα, που μας ενώνουνε με τους αγαπημένους μας που περάσανε από τον τόπο μας πριν από μας;
Αδέρφια μου. Φυλάξτε τα ελληνικά συνήθεια μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας, και μη ξεγιελιώσατε με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις.«Ευφρανθήτε εορτάζοντες». Ακούστε τι λένε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε, με προθυμίαν μπήτε, ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν, και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν. Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρόν σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε. Δόστε και κανενός φτωχού «όστις να υστερήται».
Αθάνατη ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η καλοπέραση.
Ναι, αδερφοί μου Έλληνες, χαίρετε μαζί με κείνους που χαίρουνται και κλαίτε μαζί με κείνους που κλαίνε, και σ’ αυτή μονάχα θα βρήτε ανακούφιση. Δίνετε στους άλλους απ’ ό,τι έχετε. Το παραπάνω απ’ ότι έχει κανένας ανάγκη, το κλέβει από τον άλλον. «Μακάριον το διδόναι μάλλον, ή λαμβάνειν» Οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια, ἐκθέσεις μὲ τερατουργήματα, ὁμιλίες καὶ ἀερολογίες, καλλιστεῖα, ποὺ μετριέται ἡ ἐμορφιὰ μὲ τὴ μεζούρα, ἠλίθιους καρνάβαλους, συλλόγους λογῆς-λογῆς μὲ γεύματα καὶ μὲ σοβαρὲς συζητήσεις γιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ γαϊδάρου, συνδέσμους ἀφιερωμένους στοὺς ἀποθεωμένους ἄνδρας τῆς Εὐρώπης κι ἕνα σωρὸ ἀλλὰ τέτοια. Αὐτή, μὲ μιὰ ματιά, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας σήμερα, ποὺ νὰ μὴν ἀβασκαθῇ!
Ποῦ νὰ βρεῖ κανένας καταφύγιο; …
-Δόξα στὸν Θεό, ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα κάποιο καταφύγιο γιὰ μᾶς ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε «τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐποχῆς μας». Δόξα στὸν θεὸ ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα κάποιοι τόποι ποὺ δὲν τοὺς ἐξήρανε αὐτὴ ἡ φυλλοξήρα ποὺ λέγεται σύγχρονος πολιτισμός.
«Καλὸ εἶναι νὰ ὑπάρχεις, ἀλλὰ νὰ ζεῖς εἶναι ἄλλο πρᾶγμα»
Φώτιος Κόντογλου ο Κυδωνιεύς
Ας ακολουθήσουμε λοιπόν αυτή την γνήσια εορταστική πορεία έτσι όπως μας την παραδίδει το φρόνημα και το ήθος των πατέρων και των προγόνων μας και ας μεταμορφωθούμε σε αληθώς δοξολογούντες τον Ενανθρωπίσαντα Κύριό μας.
Σας εύχομαι
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΤΟ ΝΕΟ ΣΩΤΗΡΙΟ ΕΤΟΣ
2016
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τὴν κοίμηση του μακαριστού Κυδωνιέως Φώτη Κόντογλου. Πενήντα χρόνια δημιουργικής πορείας τοῦ Αϊβαλιώτη συγγραφέα καὶ καλλιτέχνη. Η παρουσία και η μαρτυρία του Κόντογλου στους καταναγκαστικά παγκοσμιοποιημένους καιροὺς μας είναι η μαρτυρία της πονεμένης ῥωμιοσύνης , της ελληνορθόδοξης παράδοσης αλλά και της ολικής σύλληψης και διαχρονικής περὶ του Γένους της ανίχνευσής της στο λαϊκὸ ήθος Ο ίδιος μίλησε για την αναγκαιότητα και την αξία διαφύλαξης της παράδοσης και των ηθών μας όπως διαφαίνεται και από το απόσπασμα του βιβλίου του «Ασάλευτο Θεμέλιο» το 1965
«Ἡ Ἑλλάδα ἔγινε ἕνα παζάρι ποὺ πουλιοῦνται ὅλα, σὲ ὅποιον θέλῃ νὰ τὸ ἀγοράσῃ. Καταντήσαμε νὰ μὴν ἔχουμε ἀπάνω μας τίποτα ἑλληνικό, ἀπὸ τὸ σῶμα μας ἴσαμε τὸ πνεῦμα μας.. Περισσότερο ἀντιστάθηκε σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ὁ λαὸς καὶ βαστάξε καμπόσο, μὰ στὸ τέλος τὸν πῆρε τὸ ρεῦμα καὶ πάει καὶ αὐτός. Τώρα ἔγινε ἀφιλότιμος καὶ ἀδιάντροπος. Ἐνῷ πρῶτα ξεχώριζε ἀπὸ ἄλλες φυλές, γιατὶ ἦταν σεμνός, φιλότιμος, ντροπαλός, καλοδεκτικός, τώρα ἔγινε ἀγνώριστος Οἱ καλοὶ ντρέπονται γιατὶ εἶναι καλοί, συμμαζεμένοι καὶ μὲ ἀνατροφή.. Καημένη Ἑλλάδα! Τί τέλος σὲ περίμενε! Μὰ δὲν ἔχεις μήτε κάποιον νὰ σὲ κλάψει, γιατὶ τὴν κηδεία σου τὴ γιορτάζουνε σὰν γάμο, μὲ χαρὲς καὶ μὲ τραγούδια, ποὺ αὐτὰ εὐτυχῶς δὲν εἶναι ἑλληνικά.. Ὁ Φράγκος δὲν ἔρχεται μὲ μαχαίρια, πιστόλια καὶ φωτιές. Ἦρθε μὲ χάδια καὶ γλυκόλογα. Ἦρθε μὲ δῶρα, μὲ λεφτά, νὰ ἀνακουφίσῃ τὴν φτώχεια μας, νὰ διασκεδάσῃ μαζί μας, νὰ χορέψῃ μαζί μας, νὰ μᾶς εὐκολύνῃ τὴν ζωὴ μὲ τὰ μηχανήματά του. Η Ἑλλάδα κοντεύει νὰ χαθῇ..»
Θα ταξιδεύσουμε λοιπόν με αυτό τον γνήσιο αυτό Έλληνα στη λατρεμένη πατρίδα του, τ' Αϊβαλί ,στη μικρή πολιτεία, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής και που αποτυπώνει ζωντανά τη γιορταστική ατμόσφαιρα που επικρατεί τις μέρες των Χριστουγέννων. Το κείμενο “Παραμονή Χριστούγεννα” αποτελεί απόσπασμα από το πεζογράφημα του Φώτη Κόντογλου “Τ’ Αϊβαλί, η πατρίδα μου”, που δημοσιεύτηκε το 1962..
«Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές. Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,»
Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ὕστερα μπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα.Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγαν τά κάλαντα:Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά.Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ και παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
Ας μεταφερθούμε όμως και στη Σμύρνη τις άγιες μέρες. Να πόσο γλαφυρά μας περιγράφει μία πρόσφυγας από τη μαρτυρική αυτή πόλη την εορταστική προετοιμασία και γιορτή.
"...Από την παραμονή των Χριστουγέννων ανάστατη όλη η οικογένεια στο σμυρναΐικο σπιτι. Από νωρίς το απόγευμα αρχίζαν τα λουσίματα και η καθαριότητα, πρώτα των παιδιών. Θα μεταλαβαίνανε του "Χριστού τη μέρα "που ξημέρωνε, γι' αυτό ήπρεπε να γινει "ειδική καθαριότητα". "Σώμα και ψυχή",οπως έλεγε η μητέρα σαν φέρνανε αντίρηση τα παιδιά. Λούσιμο, χτένισμα με το ψιλό χτένι κόψιμο σύριζα τα νύχια και σαπούνισμα γερό ούλο το κορμί για να μπουν τα παστρικά μοσκομυρισμένα ασπρόρουχα. Νηστεία κρατούσανε όλο το σαρανταήμερο, αλλά για τη μετάληψη έπρεπε να γίνει "τρίμερο" με σκέτο νερόβραστο φαγητό . Αφού γινούτανε η γενική καθαριότητα στο σώμα, η μητέρα φώναζε ένα – ένα παιδί χωριστά και τόκλεινε στην κρεββατοκάμαρη. "Τώρα και τ’άλλα σου τα χρέη", έλεγε σοβαρή - σοβαρή, "τα χρέη της ψυχής, όπως τάπαμε" Αυτά ητανε: - Να πούνε το πιστεύω, τρεις φορές το πατερ ημων και να κάνουνε δέκα μετάννοιες μπροστά στα εικονίσματα. Οταν τελειώνανε κι αυτά τα χρέη ερχότανε η σειρά για τα χειροφιλήματα της συγχώρεσης. "Πρώτα τον παππούλη και τη νενέ και μη ξεχάσεις να κάνεις μετάνοια, αρμήνευε σιγανά η μητέρα. Πάντα, τις γιορτινές μέρες, από τις παραμονές, ερχόντουσαν οι παππούληδες στα παντρεμένα τους παιδιά, για να περάσουν μαζί τους τα πατροπαράδοτα έθιμα. Όταν ερχόταν η ώρα να δώσουν την ευχή τους, για να πάνε να μεταλάβουνε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, άπλωναν με συγκίνηση το γέρικο χέρι τους να το φιλήσουν και έδιναν χίλιες ευκές με τρέμουλη από τη συγκίνηση φωνή, για υγεία, προκοπή και προ πάντων για γνώση. Στην πρώτη γραμμή, απ' ολα τα κατασκευάσματα και τα φαγητά και τα γλυκά ερχούντανε η Βασιλόπιττα. Κάθε Σμυρνιά νοικοκυρά, ήβαζε ούλα τση τα δυνατά να στολίσει καλύτερα απο τσ' άλλης την πίττα του σπιτικού της. Στη μέση ήπρεπε να μπει απαραίτητα ο δικέφαλος αετός του Βυζαντίου και γύρω - γύρω μικρότερα αετουδάκια και λογιών - λογιών πλουμιά. Αστρα, πουλουδάκια και ο,τι άλλο κατέβαζε το γούστο της για να γίνει πιο όμορφη.»
Το Δωδεκαήμερο στη Μικρά Ασία είχε ξεχωριστή και πλούσια εθιμολογία Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα στις πόρτες των σπιτιών με τουμπελέκια και σιδερένια τρίγωνα, κρατώντας σήμαντρα και φαναράκια κρεμασμένα σε κοντάρι. Οι νοικοκυρές τους έδιναν χρήματα, φρούτα και φοινίκια (μελομακάρονα).Οι μεγαλύτεροι έλεγαν τα κάλαντα έχοντας μαζί τους ένα φωτισμένο καραβάκι χειροποίητο από χαρτί ή ξύλο, έφτανε κάποιες φορές και τα τρία μέτρα μήκος. Το κατάρτι του ήταν στολισμένο και είχε μια ελληνική σημαία. «Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά, πρώτη γιορτή του χρόνου.Για βγείτε, δέτε, μάθετε, όπου Χριστός γεννάται.Γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα.Το μέλι τρώγουν οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες…Τα κάλαντα τελείωναν με την ευχή Και εις έτη πολλά. Και του χρόνου να’ στε καλά».
Για τα Χριστούγεννα, σε πολλά μέρη του Πόντου, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να παρασκευάζουν πίτες από καλαμποκάλευρο, αλευροχαλβά, κατμέρια και «πουρμά», ένα σιροπιαστό γλυκό που θύμιζε το σαραϊγλί. Στην Τραπεζούντα τις παραμονές των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές απαραιτήτως ζύμωναν κουλούρια για το σπίτι και τα ζώα. Επίσης ζύμωναν τα χριστόψωμα τα οποία περιείχαν καρύδια και όταν ψήνονταν τα περίχυναν με μέλι. Πάνω στο χριστόψωμο κεντούσαν με αμύγδαλα τη γέννηση του Χριστού. Στόλιζαν ένα τραπέζι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο, με διάφορα γιορτινά καλούδια κι ένα εικόνισμα, αφιερωμένο στην Παναγία, το « Τραπέζι της Παναγίας»Τη νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου, παραμονή των Χριστουγέννων, «εθύμιζαν» δηλαδή έψελναν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα με λύρα και με νταούλ ζουρνά. Οι "καλαντάδε ςπροτού αρχίσουν να ψάλλουν ,ο ένας της παρέας έλεγε μεγαλόφωνα τον πολυχρονισμό, αρχίζοντας από τον αρχηγό της οικογένειας και τελειώνοντας και στο πιο μικρό παιδί και σ' αυτούς τους ξενιτεμένους «Ο Θεός να πολυχρονίζ' τον κύριο τάδε...και στη συνέχεια έψαλλαν:
«Καλημέρα σας και πολλούς χρόνους υγείαν και χαρά στον νοικοκύρη υγείαν και χαρά στα παλικάρια».
Τα Ποντιακά Κάλαντα των Χριστουγέννων, που είναι και τα πιο διαδεδομένα, περιέχουν όλη τη ζωή του θεανθρώπου, από τη στιγμή της Γέννησης του ,χωρίς όμως να προχωρούν και στη Σταύρωση του, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων.
Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον
χαρά! καλή ώρα, καλή σ΄ μέρα
χαρά καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν
οψέ γεννέθεν ουρανοστάθεν
τον εγέννεσεν η Παναγία
τον ενέστεσεν αε παρθένος
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
κι εκατήβεν σο στραυροδρόμι
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.
Ερπαξάν ατόν οι χιλ Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι.
Α σ ακροντικά κι α σην καρδίαν
αίμα έσταξεν χολήν κι εφάνθεν
ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον
μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον
για μυρίστ ατό κι εσύ αφένταμ
συ αφένταμ καλέμ αφένταμ.
Ερθαν τη Χριστού τα παλικάρια
και θυμίζνε τον νοικοκύρην
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Δέβα σο ταρέζ κι έλα σην πόρταν
δος μας ούβας και λεφτοκάρα
κι αν ανιοιείς μας χαρά σην πόρτα σ
Στον Πόντο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά έκανε μια πίτα, τον «Αϊ-Βασίλη». Μέσα στην πίτα έβαζε ένα φλουρί κι απάνω το δικέφαλο βυζαντινό αετό, τέσσερις φορές σταυρωτά, με τις κεφαλές προς τη μέση. Το βράδυ κατά στις οκτώ έστηναν τον ψημένο «Αϊ-Βασίλη» στην άκρη του τραπεζιού όρθιο κι ακουμπούσε στον τοίχο. Έπαιρνε τότε ο νοικοκύρης το κλωνάρι της ελιάς που είχε κόψει το πρωί και το κάρφωνε στον «Αϊ-Βασίλη» λέγοντας τις παρακάτω ευχές : «Με το καλό να μπει Αϊ-Βασίλης», «Να 'μαι γερός να ξανακάμομε την πίτα». Κατόπιν, αν είχαν χρυσή αλυσίδα την έβγαζαν και την κρεμούσαν στον «Αϊ-Βασίλη». Ένα - ένα μέλος της οικογένειας τότε πλησίαζε και κρεμούσε ό,τι χρυσό αντικείμενο είχε κι έλεγαν «Και του χρόνου να 'μαστε καλά!». Το πρωί, ύστερα από την εκκλησιά, έκοβαν την πίτα. Κάθιζαν όλοι γύρω από το τραπέζι κι ο νοικοκύρης έκοβε την πίτα σε κομμάτια. Το πρώτο ήτανε του νοικοκυριού, το δεύτερο του Αϊ-Βασίλη, το τρίτο της νοικοκυράς, το τέταρτο της δουλειάς, τα υπόλοιπα των μελών της οικογένειας και ένα για τους ξένους. Αμέσως ψάχνει καθένας να δει αν του έτυχε το φλουρί. Κόβουν ξεχωριστό κομμάτι και για την εργασία.
Στην Καππαδοκία υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της σε όλες της σχεδόν τις εκδηλώσεις. Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες.
Τα Χριστούγεννα τα έλεγαν οι Καππαδόκες Μικρό Πάσχα. Από την παραμονή 24 Δεκεμβρίου άρχιζαν οι προετοιμασίες, Έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα που τα μοιράζονταν περισσότερες οικογένειες. Σ' όλα τα σπιτικά ζύμωναν πίττες με αλεύρι, γάλα, αυγά, ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν.
Τη νύχτα της παραμονής, περασμένα μεσάνυχτα χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα ή ακόμη και συνεργεία από ιεροδρόμους με επικεφαλής τον κανδηλανάφτη που διάβαιναν το χωριό απ' άκρη σ' άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας χτυπώντας τις πόρτες τους.
Πήγαιναν τότε όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία, τελείωνε, πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους Ασπάζονταν οι μικρότεροι τα χέρια των μεγαλύτερων και ευχόταν «Χριστός γεννάται», «Αληθώς γεννάται», «Χρόνια Πολλά» κ.α.
Έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιλάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το " χερσέ" πιλάφι από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό θεωρούσαν ότι το έδωσαν και στην Παναγία να φάει όταν ήταν λεχώνα.
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα Ομάδες, συνήθως από έξι αγόρια η καθεμιά σκόρπιζαν στο χωριό. Τα τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαινα στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη κρατούσαν με σκοινί ένα φανάρι δικής τους κατασκευής και το άφηναν να κατέβει μέσα στο σπίτι. Ανεβοκατέβαζαν μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού το φανάρι τους και έψελναν το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου " Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου ...» . Την ίδια στιγμή τα άλλα τρία παιδιά είχαν μπει μέσα στο σπίτι, για να πάρουν τα δώρα που θα τους προσφέρουν, αυγά, πλιγούρι, βούτυρο, ξηρούς καρπούς. Και στων Τούρκων τα σπίτια πήγαιναν παιδιά για να ψάλουν τα κάλαντα τα παιδιά τα έτρωγαν μαζί σε ένα σπίτι .Τη νύχτα εκείνη γινόταν από πολλούς προσκύνημα στα λαξευτά παρεκκλήσια του Αγίου Βασιλείου και των 40 Μαρτύρων. Οι δρόμοι φωταγωγημένοι από τα κεριά των προσκυνητών που πήγαιναν και έρχονταν παρουσίαζαν υπέροχο θέαμα.
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι, ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση.Σαράντα μέρες συνέχεια μετά την Πρωτοχρονιά πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στο παρεκκλήσι του Αγίου Βασιλείου να ανάβουν το καντήλι και να παρακαλούν να τους βοηθήσει.
Τα βασικά έθιμα του Δωδεκαημέρου είναι:
Τα κάλαντα
Την ονομασία τους, την πήραν από την λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Παιδιά, κατά ομάδες, περιφέρονταν και περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν τα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και μερικά και την Περιτομή του Χριστού.Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην αρχαία Ελλάδα.Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα.
. Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, ή φανάρια, ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τύμπανου Σήμερα στον Ποντιακό ελληνισμό, διασώζεται άθικτη αυτή η συνήθεια.
Το ελληνικό καραβάκι και το ελληνικότατο Χριστουγεννιάτικο δέντρο
Το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου, είναι ελληνικότατο όπως και το το καραβάκι που εμφανίστηκε όπως στο Βυζάντιο και εδραιώθηκε λίγο μετά την τουρκοκρατία. Όταν κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, οι ναυτικοί γύριζαν στα σπίτια τους για τις γιορτές, οι νοικοκυρές στόλιζαν ένα καράβι. Η πρωταρχική ιδέα και το έθιμο του στολισμού ενός δέντρου κατά τα Χριστούγεννα δεν είναι ξενόφερτη, όπως θεωρούν πολλοί, λόγω άγνοιας. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε παρόμοιο έθιμο, μόνο που το δέντρο που στολιζόταν δεν ήταν έλατο, αλλά η Ειρεσιώνη.Η Ειρεσιώνη (είρος = έριον, μαλλίον) ήταν ένας μεγάλος κλάδος αγριελιάς (κότινος), που τον στόλιζαν με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο καθώς και με τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λ.π, Παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών και άλλων πόλεων της αρχαίας Ελλάδας, τραγουδώντας κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Πρόγονος λοιπόν, του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η ΕιρεσιώνηΤο θρησκευτικό έθιμο του στολισμού δένδρου και μάλιστα ως μετεξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής «Ειρεσιώνης», πέρασε αργότερα και στο Βυζάντιο, και συνδέθηκε με την ελληνορθόδοξη παράδοση των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς
Σύμφωνα με το λαογράφο Κων/νο Καλοκύρη το δέντρο των Χριστουγέννων είναι μίμηση λατρευτικών δέντρων της Ανατολής «Η παλιότερη μαρτυρία, που αναφέρει παρόμοιο διάκοσμο, είναι ένα χειρόγραφο πιθανώς του 13ου αιώνα στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο κάνει λόγο για ένα ναό, που έκτισε το 512 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α΄ στο Tur Abdin της βόρειας Συρίας. Μαζί με τα άλλα αφιερώματα και στολίδια γίνεται λόγος και για δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα, τα οποία ήταν στημένα στις δυο πλευρές της Ωραίας Πύλης του ιερού Βήματος. Στα φύλλα των δέντρων υπήρχε θέση για φώτα, ενώ στο καθένα κρέμονταν πενήντα (50 ) αργυρές αλυσίδες από πάνω έως κάτω και σ’ αυτές ήταν τοποθετημένα μικρά αντικείμενα από χαλκό, χρυσό και άργυρο, όπως: αυγά, ζώα, πτηνά, σταυροί, στέφανα, κλαδίσκοι, δίσκοι κ.α.». Η περιγραφή θυμίζει ασφαλώς το διάκοσμο των σημερινών Χριστουγεννιάτικων Δέντρων . Οι χριστιανοί, του προσέδωσαν χριστιανικό νόημα και έβαλαν το δέντρο στις εκκλησίες, εξακολουθώντας να κρεμούν σ’ αυτό διάφορα μικροαντικείμενα, αγγεία, απομιμήσεις ζώων και πτηνών κ.λ.π.Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προέλευση του εθίμου είναι Ανατολική και πως από την Ανατολή πέρασε στη Δύση. Δεν παραλείπει ο λαογράφος να αναφερθεί σε ακόμη δυο κείμενα στα οποία δίνεται, στο μεν πρώτο, περιγραφή των φώτων σε δέντρα στο επιστύλιο του τέμπλου του Ναού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, το 563, και στο άλλο στον Άμβωνα του ίδιου ναού.
Φαίνεται επίσης πως τα συριακά δέντρα, αυτά με την κωνοειδή μορφή και τα φώτα εξελίχθηκαν στα μεγάλα ορειχάλκινα μανουάλια που συναντάμε στα πλάγια της Ωραίας Πύλης στις εκκλησίες μας και μοιάζουν με κωνοειδή δέντρα.Ο Καλοκύρης λοιπόν θεωρεί πως το δέντρο χρησιμοποιήθηκε ως ιερό από την Εκκλησιά για πρώτη φορά στην Ανατολή, ειδικότερα στη Συρία και είναι αυτό το δέντρο που αποτελεί τον πρόδρομο του σημερινού Χριστουγεννιάτικου δέντρου .Για να ισχυροποιήσει και άλλο την άποψή του αναφέρεται σε έθιμο που υπάρχει από πολύ παλιά στο ναό του Αγίου Νικολάου στο Λιτόχωρο Πιερίας όπου στα Θεοφάνια τοποθετούνται δυο δέντρα μέσα στο ναό, σημασία έχει η τοποθέτηση των δυο δέντρων και μάλιστα κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων.. Επιπλέον σε ότι αφορά τη διασύνδεση του δέντρου με τα Χριστούγεννα ο Καλοκύρης πέρα από την παράθεση κειμένων με την οποία στηρίζει την πεποίθηση, Δέντρο-ξύλο(ζωής)–Χριστός, σημειώνει πως στην εικονογραφία της Γεννήσεως συναντάμε δίπλα στη Θεοτόκο με το θείο Βρέφος και ένα δέντρο…» και τέλος παραθέτει κάλαντα που ακούγονταν στην Καππαδοκία, στους Αγίους Τόπους και στην Κρήτη με μια μικρή διαφορά μεταξύ τους:
«κει που γεννήθεκε ο Χριστός
χρυσό δενδρίν εβγήκε….»
Από την Δύση το έθιμο αυτό επέστρεψε και πάλι στη πατρίδα μας, σαν χριστουγεννιάτικο έλατο, αφού κατά την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία είχε λησμονηθεί και εκλείψει σε πολλά μέρη το έθιμο του στολισμένου δενδρολίβανου.
Λέγεται, πως μετά την Επανάσταση του 1821 και την σύσταση του Νεοελληνικού Κράτους οι Βαυαροί έφεραν το έθιμο του στολισμού του χριστουγεννιάτικου ελάτου στην Ελλάδα και πως για πρώτη φορά στολίστηκε χριστουγεννιάτικο δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833.
Το Χριστόψωμο
Το ζύμωμα του χριστόψωμου θεωρείται έργο θείο και είναι έθιμο καθαρά Χριστιανικό. Οι γυναίκες φτιάχνουν τη ζύμη με ιδιαίτερη ευλάβεια και υπομονή. Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία. Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, όπως ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα, και κατά τη διάρκεια του ζημώματος λένε: “Ο Χριστός γεννιέται, το Φως ανεβαίνει στη γη , το προζύμι θα γενεί.” Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ’ τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι ή ένα αυγό. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλάκια. Σε πολλά μέρη τα χριστόψωμα, τα έφτιαχναν κεντημένα με ωραία σχήματα που γίνονταν πάνω στο ζυμάρι με διάφορα ποτήρια, μικρά ή μεγάλα ή κούπες από βελανίδια που συμβόλιζαν την αφθονία που ήθελαν να έχουν στην παραγωγή των ζώων και της σοδειάς του σπιτιού τους.Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές. Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης παίρνει το χριστόψωμο, το σταυρώνει, το κόβει και το μοιράζει σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονται στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Υπάρχει ο συμβολισμός της Θείας κοινωνίας, όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής στο Μυστικό Δείπνο.
Το Χριστόξυλο
Στις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα, στο τζάκι του σπιτιού. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη Του. Σε κάθε σπιτικό, προσπαθούν το Χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα.
Η Βασιλόπιτα
Το έθιμο της βασιλόπιτας που κόβουμε την παραμονή ή ανήμερα την Πρωτοχρονιά είναι η διάσωση του μεγάλου θαύματος του Μεγάλου αγίου και πατέρα της εκκλησίας μας Αγίου Βασιλείου. Το ιστορικό γεγονός συνέβη πριν 1500 χρόνια περίπου στην πόλη της Καισάρειας της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία .Ο Μέγας Βασίλειος ήταν Επίσκοπος της Καισάρειας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του. Κάποια μέρα όμως ο βασιλιάς Ουάλης τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της Καισάρειας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη, για να την κατακτήσει. Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο βασιλιάς αποφασισμένος περικύκλωσε αμέσως την Καισάρεια με το στρατό του.. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια. Οι χριστιανοί της Καισάρειας που αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους μάζεψαν από τα σπίτια τους ό,τι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν για να τα δώσει στον τύραννο..Ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του, προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο βασιλιά ό,τι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο βασιλιάς πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, έγινε το θαύμα ! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά ένα λαμπρό καβαλάρη να ορμάει και σε ελάχιστο χρόνο ο σκληρός βασιλιάς και οι δικοί τουνα αφανίζονται. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος .Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισάρειας. Τότε όμως, ο Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σε δύσκολη θέση γιατί θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν και κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμαστήκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισάρειας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξη τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα χρυσαφικά και μάλιστα ό,τι πολύτιμο αντικείμενο είχε δώσει. Ήταν λοιπόν ξεχωριστό ψωμάκι, η Βασιλόπιτα. Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη Βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την Πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου .Η Βασιλόπιτα Αγιοβασιλιάτικο έθιμο πολλών αιώνων, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, για να μας θυμίζει την Αγάπη και την Καλοσύνη Αυτού Του Μεγάλου Αγίου.
Θα κλείσουμε την αναφορά μας αυτή με το κάλεσμα του μεγάλου παιδαγωγού της φυλής μας του Φώτη Κόντογλου για αυθεντική και γνήσια συμμετοχή μας στην ιερά πανήγυρη του Δωδεκαημέρου:
«Τι να πούμε κι εμείς, τα βλαχάκια, τα φτωχαδάκια, που μας νανούριζε η μάνα μας με τα παραπονετικά τραγούδια της στην κούνια μας, και τώρα δακρύζουμε σαν ακούμε τα τροπάρια και τα κάλαντα, που μας ενώνουνε με τους αγαπημένους μας που περάσανε από τον τόπο μας πριν από μας;
Αδέρφια μου. Φυλάξτε τα ελληνικά συνήθεια μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας, και μη ξεγιελιώσατε με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις.«Ευφρανθήτε εορτάζοντες». Ακούστε τι λένε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε, με προθυμίαν μπήτε, ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν, και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν. Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρόν σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε. Δόστε και κανενός φτωχού «όστις να υστερήται».
Αθάνατη ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η καλοπέραση.
Ναι, αδερφοί μου Έλληνες, χαίρετε μαζί με κείνους που χαίρουνται και κλαίτε μαζί με κείνους που κλαίνε, και σ’ αυτή μονάχα θα βρήτε ανακούφιση. Δίνετε στους άλλους απ’ ό,τι έχετε. Το παραπάνω απ’ ότι έχει κανένας ανάγκη, το κλέβει από τον άλλον. «Μακάριον το διδόναι μάλλον, ή λαμβάνειν» Οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια, ἐκθέσεις μὲ τερατουργήματα, ὁμιλίες καὶ ἀερολογίες, καλλιστεῖα, ποὺ μετριέται ἡ ἐμορφιὰ μὲ τὴ μεζούρα, ἠλίθιους καρνάβαλους, συλλόγους λογῆς-λογῆς μὲ γεύματα καὶ μὲ σοβαρὲς συζητήσεις γιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ γαϊδάρου, συνδέσμους ἀφιερωμένους στοὺς ἀποθεωμένους ἄνδρας τῆς Εὐρώπης κι ἕνα σωρὸ ἀλλὰ τέτοια. Αὐτή, μὲ μιὰ ματιά, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας σήμερα, ποὺ νὰ μὴν ἀβασκαθῇ!
Ποῦ νὰ βρεῖ κανένας καταφύγιο; …
-Δόξα στὸν Θεό, ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα κάποιο καταφύγιο γιὰ μᾶς ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε «τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐποχῆς μας». Δόξα στὸν θεὸ ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα κάποιοι τόποι ποὺ δὲν τοὺς ἐξήρανε αὐτὴ ἡ φυλλοξήρα ποὺ λέγεται σύγχρονος πολιτισμός.
«Καλὸ εἶναι νὰ ὑπάρχεις, ἀλλὰ νὰ ζεῖς εἶναι ἄλλο πρᾶγμα»
Φώτιος Κόντογλου ο Κυδωνιεύς
Ας ακολουθήσουμε λοιπόν αυτή την γνήσια εορταστική πορεία έτσι όπως μας την παραδίδει το φρόνημα και το ήθος των πατέρων και των προγόνων μας και ας μεταμορφωθούμε σε αληθώς δοξολογούντες τον Ενανθρωπίσαντα Κύριό μας.
Σας εύχομαι
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΤΟ ΝΕΟ ΣΩΤΗΡΙΟ ΕΤΟΣ
2016
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
---------------------------------------------------------------------------------
Τήν Μωϋσέως ὠδήν.
Ἦταν σούρουπο, Πέμπτη 27 Αὐγούστου καί καθόμουν στήν παραθαλάσσια αὐλή τῆς κ.Θεολογίας, θυγατέρας τοῦ μακαριστοῦ πατρός Χρυσοστόμου, τοῦ ἐπί δεκαετίες διατελεσάντος ἐφημερίου τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίου Γεωργίου Ἀγαθονησίου. Εἶχα πεζοπορήσει ἀπό τό μικρό χωριό ὅπου ἐπισκέφθηκα ποιμαντικά τους εὐλογημένους καί καλούς μας κατοίκους καί ἰδιαιτέρως αὐτούς πού γιά λίγο ἦρθαν ἀπό την ξενιτειά.
Στήν παραθαλάσσια αὐλή, μᾶς ἀπασχολοῦσε τό πρόβλημα τῶν μεταναστῶν, (;), πολιτικῶν προσφύγων(;),πολιτικῶν ἐπαναστατῶν(;).
Κάθε ἡμέρα ἐκατοντάδες ,λαοθάλασσα ,ποτάμι πού ξεχύνεται…..Ποῦ νά βροῦν θῦρα νά εἰσέλθουν; Ποῦ να ἀκουμπήσουν νά ἀναπαυθοῦν; Δέν εἶναι πέντε ἤ δέκα. Ἀδιάλειπτα καί συνεχῶς καταφθάνουν πάνω ἀπό διακόσιοι ,τριακόσιοι ἄνθρωποι, μπορεῖ και παραπάνω στό νησί.
Σοῦ τσακίζεται ἡ καρδιά …. Ἔστω ἕνα ποτήρι νερό, ἔστω μία σοκολάτα ,κάποιο γλυκό νά γλυκάνει τον πόνο τους καί τον ξεριζωμό τους…..
Στο νησί ἀπηχοῦν πολλές ἀπόψεις , ὄλοι ὅμως εἶναι θλιμμένοι μέ αὐτό το ἀνθρώπινο τσουνάμι πού τελειωμό δεν ἔχει. Κίνδυνοι, ταλαιπωρίες, ἐκμετάλλευση γιά νά διαβοῦν τήν πόρτα τῆς «Ἐπαγγελίας». Οἱ λιγοστοί ἀστυνομικοί ,ὁ ἕνας λιμενοφύλακας καταβάλλουν ὑπεράνθρωπες προσπάθειες, ὁ δήμαρχος κρούει πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις Ὑπουργεῖο Ὑγείας, Ὑπουργεῖο Ἐσωτερικῶν, Ὑπουργεῖο Μεταφορῶν……
Διωγμένοι, κυνηγημένοι, κουρασμένοι, ἀνέκφραστοι ἀπό τόν πόνο καί τήν ὀδύνη ,γεμάτοι ἑλπίδες, γιά μιά αὐγή ἐλεύθερη
καί ἐγώ …. θεατής αὐτοῦ τοῦ πόνου….
Μνῆμες τοῦ δικοῦ μου μαρτυρικοῦ γένους ,ποῦ ξεριζώθηκε μετά ἀπό χιλιάδες χρόνια δημιουργίαςκαί πολιτισμοῦ μέ τήν συγκατάβαση τῶν Μεγάλων ,ἄσπλαχνων, Δυνάμεων τοῦ καιροῦ ἐκείνου.
Και ἐγώ θεατής….
Δέκτης πολλές φορές μιᾶς διαστρεβλωμένης ἀλήθειας.
Ζητοῦν δικαιοσύνη, ἐλευθερία στόν τόπο τους. Στά πέρατα τῶν αἰώνων ἀνδρώθηκαν καί δημιούργησαν πολιτισμό και γνώση.
Ποῦ πᾶνε; Ποῦ πορεύονται; Τί προσδοκοῦν αὐτοί οἱ ἀναζητητές τῆς ἐλευθερίας , οἱ εἰρηνευτές τοῦ πολέμου;…..
Σήμερα κατέβηκαν σέ μία καφετέρια καί ἐκεῖ παρέμειναν νά ξεδιψάσουν , νά ξαποστάσουν ,νά ποῦν τόν πόνο τους ,νά συντροφιαστοῦν. Τότε ἄκουσα τήν ὠδή τοῦ Μωϋσῆ.
Ἦταν ἕνας νέος πού τραγουδοῦσε τόσο ὄμορφα, τόσο καρδιακά πού νόμιζες ὅτι ἄκουγες ἀηδόνι νά τραγουδᾶ τόν ξεριζωμό του.Σέ ὕφος ἀνατολίτικο ,θρηνῶδες ,κατανυκτικό, ἱλαρό ,ἀναπαυτικό, ἑλπιδοφόρο. Δέν σταματοῦσε. Κάπου ,κάπου τόν συνόδευε ὅλη ἡ ὁμήγυρη.
Ἦταν ἠ φωνή ὅλης τῆς Ἀνατολῆς πού ζητοῦσε εἰρήνη, δικαιοσύνη, ἐλευθερία. Στο ἄκουσμά της ὁ οὐρανός στέναξε… ,ἡ θάλασσα ἠρέμησε… ,τό μελτέμι ἔσβησε …
Τότε ἐμνήσθην τήν ὠδή τοῦ Μωϋσῆ πού ὅταν πέρασε τούς Ἰσδραηλῖτες ἀπό τή σκλαβιά τῆς Αἰγύπτου στήν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ἐλευθερίας τήν Ἐρυθρά Θάλασσα ἔμελψε τήν ἀνεπανάληπτη ὠδή του:
«Τότε ᾖσε Μωϋσῆς καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ τήν ὠδήν ταύτην τῷ Θεῷ• καὶ εἶπαν, λέγοντες•
Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γάρ δεδόξασται• ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν.
Βοηθός καὶ σκεπαστής ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν. Οὖτός μοι θεός μου καί δοξάσω Αὐτόν ,Θεός τοῦ πατρός μου καί ὑψώσω Αὐτόν »
Ἐρυθρᾶ Θάλασσα γιά αὐτούς τούς λαούς τό Αἰγαῖο Πέλαγος .
Ποιός ὅμως τούς ὑπόσχεται τη Γῆ τῆς ἐπαγγελίας;
Ὁ Θεός;….Οἱ ἄνθρωποι;…Ἡ ἑλπίδα τους;…Ἡ ἀναζήτησή τους;…
Ἀγαθονήσι ἡ ἀντίπερα ὄχθη τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας…
Ἀγαθονήσι ἡ ἀντίπερα ὄχθη τῆς ἐλευθερίας…
Ἀγαθονήσι ἡ ἀντίπερα ὄχθη τῆς καταλλαγῆς..
Ἀγαθονήσι ἡ ἀντίπερα ὄχθη τῆς εἰρήνης..
Ἀγαθονήσι ἡ ἀντίπερα ὄχθη τῆςἑλπίδας…
Προσπαθοῦμε να φανοῦμε ἀντάξιοι τοῦ ἤθους μας, τοῦ πολιτισμοῦ μας , τῆς χριστιανικῆς μας ἀγάπης…
Ἀκούω τήν ὠδή τοῦ νέου Ἀσιάτη και ἀλγῶ
Ἀρχ. Ἀντίπα Νικηταρᾶ
ἐφημερίου Ἀγαθονησίου
Ἐν πλῷ