Τὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς (Μάρκ. η΄ 34 – θ΄ 1) Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς τὸν ὄχλον σὺν
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω
ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ
τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν
κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; Ἢ
τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; Ὅς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς
ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν
ἁγίων. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες
οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν
δυνάμει. Απόδοση
στή
νεοελληνική Τον
καιρό ἐκείνο, ἀφοῦ ἐκάλεσε ὁ Ἰησοῦς τὸ πλῆθος μαζί μὲ τοὺς μαθητάς του τοὺς εἶπε· Ἐὰν
κανεὶς θέλῃ νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ, ἂς ἀπαρνηθῇ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἂς σηκώσῃ τὸν
σταυρόν του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσῃ. Διότι ὅποιος θέλει νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του, αὐτὸς
θὰ τὴν χάσῃ, ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του ἐξ αἰτίας ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου,
αὐτὸς θὰ τὴν σώσῃ. Διότι τὶ θὰ ὠφελήσῃ τὸν ἄνθρωπον νὰ κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον
καὶ νὰ ζημιωθῇ τὴν ψυχήν του; Ἢ τί ἀντάλλαγμα
εἶναι δυνατὸν νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὴν ψυχήν του; Διότι, ὅποιος ἐντρέπεται
δι’ ἐμὲ καὶ διὰ τοὺς λόγους μου εἰς τὴν γενεὰν αὐτὴν τὴν μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλὴν
καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ αἰσθανθῇ ντροπὴ γι’ αὐτόν, ὅταν ἔλθῃ μὲ ὅλην τὴν
δόξαν τοῦ Πατέρα του μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους». Καὶ τοὺς ἔλεγε «Ἀλήθεια σᾶς
λέγω, ὅτι ὑπάρχουν μερικοὺ ἀπὸ αὐτοὺς, ποὺ στέκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ
γευθοῦν θάνατον, ἕως ὅτου ἰδοῦν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ νὰ ἔρχεται μὲ δύναμιν». ΟΜΙΛΙΑ Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σήμερα εἶναι ἡ Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση
τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ (Μάρκ. 8:34–9:1) ἀκούσαμε
τὴν συγκλονιστικὴ πρόσκληση τοῦ Κυρίου: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω
ἑαυτόν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». Με ἄλλα λόγια, ὅποιος
θέλει νὰ γίνει ἀληθινὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, πρέπει πρῶτα νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτόν
του – νὰ βάλει στὴν ἄκρη τὸ δικό του θέλημα – καὶ ἔπειτα νὰ σηκώσει τὸν δικό
του σταυρό, ἀκολουθώντας πιστὰ τὸν Κύριο. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος τονίζει ὅτι
πρέπει νὰ προετοιμασθοῦμε γι’ αὐτὰ τὰ δύο: πρῶτον, νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν ἐγωιστικὸ
μας ἑαυτό, ζῶντας ὅπως θέλει ὁ Χριστός κι ὄχι ὅπως θέλουμε ἐμεῖς· καὶ δεύτερον,
νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ σηκώσουμε κάποιο βαρὺ σταυρό, ὅπως βαρὺ σταυρὸ σήκωσε καὶ
ὁ Κύριός μας. Μόνο ὑπὸ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις μποροῦμε ν’ ἀκολουθήσουμε τὸν
Χριστό, καθώς ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ δὲν εἶναι πορεία ἀνέσεων, ἀλλὰ σταυρὸς καὶ
θυσία. Δὲν ὑποσχόμαστε ἐπίγειες δόξες καὶ θέσεις· ἀντίθετα, ὅλοι θὰ σηκώσουν τὸν
σταυρό τους – μικρὸν ἢ μεγάλο – ὅπως τὸν σήκωσε πρῶτος ὁ Διδάσκαλός μας. Καθὼς ἀκολουθοῦμε
ἕναν τρόπο ζωῆς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα, αὐτὸ καθεαυτὸ θὰ ξεσηκώσει ἐναντίον
μας θύελλα ἀντιδράσεων ἀπὸ τοὺς «κοσμικοὺς» ἀνθρώπους. Δὲν πρέπει νὰ
παραξενευτοῦμε ἐὰν δεχθοῦμε εἰρωνείες, συκοφαντίες, περιφρόνηση ἢ καὶ διωγμούς
– ὅλα αὐτὰ συνιστοῦν ἕναν βαρὺ σταυρὸ στους ὤμους μας, ποὺ καλούμαστε ν’ ὑπομείνουμε
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν αὐταπάρνηση εἶναι ἀπαιτητικὸς
καὶ ἐνδεχομένως νὰ μοιάζει σκληρός. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ὁλοκληρώνει τὴ διδασκαλία αὐτὴ
δίνοντας τὴν ἐξήγηση. Μᾶς ρωτᾷ ρητορικὰ: «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ
τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;». Δηλαδή, ποιό νόημα ἔχει νὰ
κερδίσουμε ὅλα τὰ πλούτη, τὶς ἡδονὲς καὶ τὶς δόξες τοῦ κόσμου, ἐὰν στὸ τέλος
ζημιωθοῦμε καὶ χάσουμε τὴν ψυχή μας; Ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας εἶναι ἀσυγκρίτως
πολυτιμότερη ἀπὸ κάθε ἄλλο κέρδος. Γιὰ τὴ σωτηρία μάλιστα τῶν ψυχῶν μας, ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ δὲν λυπήθηκε οὔτε τὴ ζωὴν Του: ἔγινε ἄνθρωπος καὶ θυσιάστηκε πάνω στὸν
Σταυρό, χύνοντας τὸ Αἷμά Του γιὰ μᾶς. «Τιμὴ ἀνθρώπου τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ»,
διδάσκει σχετικά ὁ Μέγας Βασίλειος, ὑπογραμμίζοντας ὅτι ἡ ἀξία κάθε ἀνθρώπινης
ψυχῆς μετριέται μὲ τὴν τίμια θυσία ποὺ πρόσφερε γι’ αὐτὴν ὁ Χριστός. Ἐπομένως, ἡ
ἀξία τῆς ψυχῆς μας εἶναι ἀνεκτίμητη, καὶ ἡ σωτηρία της ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστο ἀγαθό
– τὸ μόνο ἀληθινὰ πολύτιμο ἀγαθό – γιὰ τὸ ὁποῖο ἀξίζει κάθε προσπάθεια καὶ
θυσία. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς μᾶς προτρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ «ἀπολέσουμε» τὴν
ψυχή μας γι’ Ἐκεῖνον (δηλ. νὰ θυσιάσουμε ἀκόμη καὶ τὴ ζωὴ μας ἐὰν χρειαστεῖ), ὥστε
τελικὰ μὲ τὴν χάρη Του νὰ τὴ σῶσουμε στὴν αἰώνια ζωή (Μάρκ. 8:35). Ὅλοι οἱ Ἅγιοι
τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τοὺς μάρτυρες μέχρι τοὺς ἀσκητές, βίωσαν αὐτὴν τὴ «σταυρικὴ
ζωή», πεθαίνοντας πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη, ἀφοσιωμένοι ὁλόψυχα στὸν Θεό. Ὅλη
δὲ ἡ ἐπίγειος πορεία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἦταν μιὰ συνεχὴς αὐταπάρνηση
καὶ προσφορὰ ἀγάπης, ποὺ ἐκορυφώθηκε στὴ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἔδωσε
πρῶτος τὸ τέλειο παράδειγμα θυσιαστικῆς ἀγάπης, τώρα ζητᾶ καὶ ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἀκολουθήσουμε
τὰ ἴχνη Του μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, βαδίζοντας στὸν δρόμο τοῦ Σταυροῦ πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Τὸ Μήνυμα τοῦ Σταυροῦ στὴ Σύγχρονη Ἐποχή Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς (Μάρκ. η΄ 34 – θ΄ 1)
μᾶς μεταφέρει στὸν πυρήνα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς: ἀπαρνήσου τὸν ἑαυτό σου,
σήκωσε τὸν σταυρό σου, ἀκολούθησε τὸν Χριστό. Πρόκειται γιὰ λόγια ἀπαιτητικὰ καὶ
προκλητικὰ, ὅχι μόνο γιὰ τοὺς πρώτους μαθητὲς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο
ποὺ ζεῖ μέσα σὲ μία κοινωνία καταναλωτική, ἀτομοκεντρικὴ καὶ γεμάτη ἀνταγωνισμό.
Τὸ μήνυμα τοῦ Κυρίου μοιάζει νὰ ἀντιστρέφει ὅλες τὶς σημερινὲς «ἀξίες»· ἐκεῖ ποὺ
ὁ κόσμος προβάλλει τὴν ἀτομικὴ προβολὴ καὶ τὸ κέρδος, ὁ Χριστὸς προβάλλει τὴν
ταπείνωση καὶ τὴν θυσία. Ἡ φράση «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» δὲν σημαίνει αὐτοκαταστροφή,
ἀλλὰ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν ἐγωισμό. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος βομβαρδίζεται ἀπὸ τὴν
κουλτούρα τοῦ «φαίνεσθαι» στὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης, ὅπου τὸ «ἐγώ» γίνεται ἐμπόρευμα.
Ἡ πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ ἀντηχεῖ ὡς ἔνα κάλεσμα νὰ ἀφήσουμε τὴν μανία τῆς αὐτοπροβολῆς
καὶ νὰ στραφοῦμε στὴν κοινότητα, στὴν ἀγάπη τοῦ «ἄλλου». Παράδειγμα ἀπὸ τὴν
καθημερινότητα εἶναι ὁ νέος ποὺ προτιμᾷ νὰ δουλέψει ἀθόρυβα μὲ τὴν ὁμάδα του ἀντὶ
νὰ ζητᾷ διαρκῶς χειροκροτήματα. Ἐκεῖ ὅπου ὁ κόσμος βλέπει «παραίτηση», ὁ
Χριστός βλέπει ἀληθινὴν ἐλευθερία. Ἡ δεύτερη πρόσκληση, «ἀράτω τὸν σταυρόν αὐτοῦ», εἶναι
ἴσως ἀκόμη πιὸ σκληρή στὰ αὐτιὰ τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Ὁ
«σταυρός» δὲν εἶναι μόνο τὰ μεγάλα μαρτύρια, ἀλλὰ καὶ οἱ μικρὲς καθημερινὲς
δοκιμασίες: ἡ ἀδικία στὴ δουλειά, ἡ ἀσθένεια, ἡ φροντίδα ἑνὸς ἀσθενοῦς
συγγενικοῦ προσώπου. Ὁ γονιὸς ποὺ ξενυχτᾷ δίπλα στὸ παιδὶ του μὲ ἀναπηρία, ὁ
νέος ποὺ ἀντέχει στὸ μπούλινγκ χωρὶς νὰ ἀνταποδώσει μῖσος, ὁ ἐργαζόμενος ποὺ
δέχεται πίεση ἀλλὰ μὲνει
εἰλικρινὴς — ὅλοι αὐτοὶ σηκώνουν ἕναν σταυρό. Καὶ ὁ σταυρὸς αὐτὸς, ὅταν σηκώνεται μὲ πίστη, μετατρέπεται ἀπὸ βάρος σὲ
πηγή χάριτος. Τὸ τρίτο στοιχεῖο, «ἀκολουθείτω μοι», ὑπενθυμίζει ὅτι
ὁ χριστιανισμὸς δὲν εἶναι θεωρία, ἀλλὰ τρόπος ζωῆς. Ἀκολουθῶ τὸν Χριστὸ
σημαίνει μιμοῦμαι τὴν ἀγάπη Του, τὴν πραότητα Του, τὴν συγχωρητικότητα Του. Σὲ
μία ἐποχὴ βίας καὶ κυνισμοῦ, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπιλέγει τὴν εὐγένεια, τὴν
συγχώρηση καὶ τὴν ἀλήθεια γίνεται μάρτυρας τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὸν
κόσμο. Ἡ πράξη νὰ ἀφήσεις τὸ πρόγραμμά σου γιὰ νὰ βοηθήσεις ἕναν ἄγνωστο στὸν
δρόμο, νὰ σταθεῖς δίπλα σὲ κάποιον ποὺ θλίβεται, ἔστω κι ἂν «σου στοιχίσει», εἶναι
πράξη μαθητείας. Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν μένει ἐκεῖ· ρωτᾷ: «Τί ὠφελεῖται ἄνθρωπος
ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχήν αὐτοῦ;». Ὁ λόγος αὐτὸς ἀποκτᾷ
ξεχωριστὴ δύναμη στὸ σήμερα, ποὺ τὸ κυνήγι τοῦ χρήματος καὶ τῆς ἐπιτυχίας ὑψώνεται
σὲ ὕψιστο ἰδανικό. Ἕνας ἐπιχειρηματίας μπορεῖ νὰ κατακτήσει δισεκατομμύρια, ἀλλὰ
ἐὰν χάσει τὴν ἀγάπη τῶν παιδιῶν του, ἐὰν ζεῖ μόνος, τότε εἶναι πτωχός. Ἕνας
πολιτικὸς μπορεῖ νὰ φθάσει στὰ ὑψηλότερα ἀξιώματα, ἀλλὰ ἐὰν ἡ ψυχή του βυθισθεῖ
στὴ διαφθορά, τότε εἶναι χαμένος. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ λιτὰ, μὲ ἀγάπη
καὶ σεβασμὸ στὸν πλησίον, ἔχει ψυχὴ πλούσια· ἡ γαλήνη τῆς συνειδήσεως καὶ ἡ χαρὰ
τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνεκτίμητα. Τὸ Εὐαγγέλιο, λοιπόν, δὲν εἶναι ἕνα ἀφηρημένο μήνυμα ἀλλὰ
ὁδὸς ζωῆς. Ὁ Χριστὸς καλεί τὸν καθένα μας νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἐγωισμό του, νὰ
σηκώσει τὸν προσωπικὸ του σταυρό καὶ νὰ βαδίσῃ στὰ ἴχνη Του. Καὶ ὅσο καὶ ἂν αὐτὸ
μοιάζει βαρύ, ἡ ὑπόσχεση τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς δίνει νόημα καὶ
δύναμη. Οἱ Ἅγιοι Ἱεράρχες τῆς Μικρασίας – Παραδείγματα θυσιαστικῆς
ἀγάπης Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν μένει ἕνα ἱστορικὸ γεγονὸς ἢ ἕνα
σύμβολο· γίνεται βίωμα καὶ μαρτυρία στὴν ζωή τῶν πιστῶν. Μέσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας,
ἀμέτρητοι ἅγιοι ἀκολούθησαν τὸν δρόμο τοῦ Σταυροῦ, σηκώνοντας μὲ θάρρος τὸ
βάρος τῆς πίστης τους. Ἰδιαίτερα στὴν πρόσφατη ἱστορία τοῦ Γένους μας, τὸ φῶς
τοῦ Σταυροῦ ἔλαμψε μὲ τὸ αἷμα καὶ τὴ θυσία τῶν νεομαρτύρων Ἱεραρχῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἀς θυμηθοῦμε λοιπόν συνοπτικὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριό τους…»
Συμπέρασμα Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Τίμιος Σταυρός τοῦ Κυρίου καὶ οἱ Ἅγιοι
Νεομάρτυρες ποὺ τιμοῦμε σήμερα μᾶς διδάσκουν τὴν ἴδια ἀλήθεια: χωρὶς σταυρὸ δὲν
ὑπάρχει ἀνάσταση, χωρὶς θυσία δὲν ὑπάρχει πραγματικὴ ἀγάπη. Οἱ Ἱεράρχες τῆς
Μικρασίας ἔφθασαν στὴν ἀκρότατη αὐταπάρνηση, προσφέροντας ἀκόμη καὶ τὴ ζωή τους
γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὸ ποίμνιό τους. Ἐμεῖς δὲν καλούμαστε ἴσως σὲ μαρτύριο αἵματος,
ὅμως καλούμαστε κάθε μέρα νὰ σηκώσουμε τοὺς μικροὺς καὶ μεγάλους «σταυρούς» τῆς
ζωῆς: νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὸ ἐγωιστικό μας θέλημα, νὰ σταυρώσουμε τὰ πάθη μας, νὰ ὑπομείνουμε
με πίστη δοκιμασίες, νὰ προσφέρουμε ἀγάπη καὶ συγχώρηση ἐκεῖ ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ μᾶς λείψει, γιατί ὁ Χριστὸς ὑποσχέθηκε πὼς «ὁ τῆς ἑαυτοῦ
ψυχῆς ἀπολέσας ἕνεκεν ἐμοῦ … σώσει αὐτήν». Εἴθε, λοιπόν, μέσω τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
καὶ τῶν πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων ὁ Κύριος νὰ μᾶς χαρίζει δύναμη καὶ φώτιση, γιὰ νὰ
πορευόμαστε στὸ δύσβατο μονοπάτι τῆς ζωῆς με πίστη, ἐλπίδα καὶ ἀγάπη –
σηκώνοντας κι ἐμεῖς με χαρά τὸ δικό μας σταυρό. Ἀμήν.
Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος
1α. Ἡ γέννηση καὶ ἡ συγγένειά του με τὸν Κύριο Ἰησοῦ
Χριστό Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, γνωστὸς καὶ ὡς Ἰωάννης ὁ
Βαπτιστής, γεννήθηκε με θαυματουργικὸ τρόπο. Οἱ γονεῖς του, ὁ ἱερέας Ζαχαρίας
καὶ ἡ σύζυγός του Ἐλισάβετ, ἦσαν σε προχωρημένη ἡλικία καὶ ὡς τότε ἄτεκνοι. Τὴν
γέννησή του ἀνήγγειλε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ στον Ζαχαρία μέσα στον Ναό, προλέγοντας
ὅτι πολλοὶ θὰ χαροῦν γιὰ τὴ γέννηση αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ καὶ ὅτι θὰ εἶναι μεγάλος ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου (Λουκ. 1, 13-17). Πράγματι, ἡ Ἐλισάβετ συνέλαβε θαυματουργικά καὶ
κατὰ τὴν ἐπίσκεψη τῆς συγγενοῦς της, τῆς Παναγίας, τὸ βρέφος Ἰωάννης ἐσκίρτησε ἀπὸ
χαρὰ μέσα στὴ μήτρα της. Αὐτό ἦταν ἡ πρώτη προφητικὴ ἐκδήλωση τοῦ Ἰωάννη, καθὼς
ἀναγνώρισε τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου ἀκόμα ἀγέννητος. Ἡ συγγένεια τοῦ Προδρόμου με τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ἐπιβεβαιώνεται
ἔτσι ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια: ἡ μητέρα τοῦ Ἰωάννη, Ἐλισάβετ, ἦταν συγγενὴς τῆς
Παναγίας Μαρίας. Συνεπῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ὁ Ἰωάννης ἦσαν συγγενεῖς ἐξ αἵματος
(κατὰ τὴν παράδοση, δεύτερα ἐξαδέλφια). Ὁ Ἰωάννης εἶναι κατὰ ἕξι μῆνες
μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, καὶ μάλιστα ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὸ Γενέσιον τοῦ Τιμίου
Προδρόμου ἕξι μῆνες πρὶν τὰ Χριστούγεννα (24 Ἰουνίου). Τὴν ὄγδοη ἡμέρα μετὰ τὴ
γέννησή του, κατὰ τὴν περιτομή καὶ ὀνοματοδοσία, ὁ πατέρας του Ζαχαρίας –ποὺ στὸ
μεταξὺ εἶχε μείνει ἄλαλος λόγῳ τῆς ἀπιστίας του– ἔγραψε σὲ πινακίδιο τὸ ὄνομα «Ἰωάννης»,
ὅπως ὁ ἄγγελος εἶχε ὁρίσει (Λουκ. 1, 59-64). Ἀμέσως λύθηκε ἡ γλῶσσα του καὶ εὐλόγησε
τὸν Θεό, προφητεύοντας ὅτι τὸ παιδί θὰ γίνει «προφήτης Ὑψίστου» καὶ θὰ
προπορευθεῖ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ ἐτοιμάσει τὰς ὁδοὺς Του (Λουκ. 1, 76). Ἔτσι
ἀπ’ τὴν ἀρχὴ φανερώνεται ἡ ξεχωριστὴ κλήση καὶ ἀποστολή τοῦ Ἰωάννη. 1β. Ἡ σχέση του με τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ Ὁ Ἰωάννης δὲν ὑπῆρξε μόνο συγγενὴς καὶ προφήτης τοῦ
Χριστοῦ, ἀλλὰ εἶχε καὶ εἰδικὴ σχέση μὲ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Πρὶν
φανερωθεῖ ὁ Ἰησοῦς δημόσια, ὁ Ἰωάννης δίδασκε μαθητὲς στὴν ἔρημο,
προετοιμάζοντάς τους γιὰ τὸν Μεσσία. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους μαθητὲς τοῦ
Χριστοῦ προῆλθαν ἀπὸ τὸν κύκλο τοῦ Προδρόμου. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ
παράδειγμα τοῦ Ἀνδρέα, τοῦ μετέπειτα ἀποστόλου: ὅταν ὁ Ἰωάννης εἶδε τὸν Ἰησοῦ νὰ
περνᾷ, εἶπε πρὸς τοὺς μαθητὲς του «Ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ», δείχνοντάς τους τὸν
Χριστό. Τότε ὁ Ἀνδρέας ἄφησε τὸν δάσκαλό του Ἰωάννη καὶ ἀκολούθησε τὸν Ἰησοῦ,
φέρνοντας μάλιστα καὶ τὸν ἀδελφό του Σίμωνα Πέτρο. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος οὐσιαστικὰ
ὑπέδειξε στοὺς μαθητὲς του τὸν θεῖο Διδάσκαλο, ἐκπληρώνοντας τὸν ρόλο του ὡς
Πρόδρομος. Ἡ στάση τοῦ Ἰωάννη πρὸς τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἦταν
στάση ταπεινώσεως καὶ χαρᾶς γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία. Ὅταν κάποτε οἱ δικοί του
μαθητὲς τοῦ ἀνέφεραν ὅτι ὁ Ἰησοῦς συγκεντρώνει περισσότερους ἀνθρώπους καὶ
βαπτίζει, ὁ Ἰωάννης ἀπάντησε μὲ πνεῦμα χαρᾶς: «Ἐκεῖνος πρέπει νὰ αὐξάνει, ἐνῷ ἐγὼ
νὰ ἐλαττώνομαι» (Ἰω. 3, 30). Παρομοίασε τὸν ἐαυτό του μὲ φίλο τοῦ Νυμφίου
(Χριστοῦ) ποὺ χαίρεται γιὰ τὴ φωνὴ τοῦ Νυμφίου, ἐνώ ὁ ἴδιος δὲν διεκδικεῖ τιμὲς
ποὺ δὲν τοῦ ἀνήκουν. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὁ Πρόδρομος προετοίμασε τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν
ὁμάδα τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, δίχως ἀνταγωνισμό ἢ ζῆλεια, ἀλλὰ μὲ προθυμία νὰ
παραδώσει τοὺς ἀνθρώπους στὸν ἀληθινὸ Λυτρωτή. Ἐπιπλέον, γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια
ὅτι ὁρισμένοι μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννη, ὅπως ὁ Ἀνδρέας καὶ πιθανῶς ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης,
ἔγιναν ἀργότερα ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Προδρόμου,
οἱ μαθηταὶ του τὸν ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια (Μαρκ. 6, 29) καὶ μερικοὶ ἐνώθηκαν μὲ
τὴν κοινότητα τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ, συνεχίζοντας πλέον ὑπὸ τὸν νέο διδάσκαλο. Ἔτσι,
ὁ Ἰωάννης συνέβαλε στὴ συγκρότηση τοῦ πυρήνα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας μέσω τῶν
μαθητῶν του ποὺ καθοδήγησε στὸν Χριστό.
2. Ὁ τρόπος ζωῆς του καὶ ἡ πνευματικὴ ἐργασία του Ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου ὑπῆρξε ἀληθινὸ
ὑπόδειγμα ἀσκητικῆς λιτότητας καὶ ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὸν Θεό. Ἀπὸ τὰ
νεανικὰ του χρόνια ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, μακριὰ ἀπὸ τὶς ἀναπαύσεις καὶ τὶς
μέριμνες τοῦ κόσμου. Ἦταν ἄνθρωπος ποὺ διάλεξε νὰ ζήσει μὲ τὴν ἀπλότητα τῆς
φύσεως: ἐφόρεσε τραχὺ χιτῶνα ἀπὸ τρίχες καμήλου, ζώστηκε δερμάτινη ζώνη καὶ
τροφὴ του ἦταν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον. Ὅλα αὐτὰ, τὰ ταπεινὰ καὶ πτωχικὰ, ἔδειχναν
ὅτι ἡ καρδιὰ του ἦταν στραμμένη ὄχι στὰ πρόσκαιρα καὶ ἐπίγεια, ἀλλὰ στὰ αἰώνια
καὶ οὐράνια. Ἡ ἐμφάνισή του ἦταν αὐστηρὴ, τὸ βλέμμα του διαπεραστικὸ καὶ τὸ
κήρυγμά του συγκλονιστικό. Ὁ λαὸς ποὺ τὸν ἔβλεπε ἔνιωθε νὰ ἀντικρίζει ἕναν
προφήτη ποὺ δὲν φοβόταν νὰ μιλήσει τὴν ἀλήθεια. Καὶ μὲ αὐτὴ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴ
δύναμη, ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἀνέλαβε τὸ μεγάλο του ἔργο: νὰ καλέσει τὸν λαὸ τοῦ
Θεοῦ σὲ μετάνοια, σὲ ἐπιστροφή, σὲ καθαρὴ καρδιὰ ἕτοιμη νὰ δεχθεῖ τὸν Χριστό. Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννη ἦταν ἰσχυρὸ καὶ πνευματικὰ ἀναγεννητικό.
Προκαλοῦσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουν, διότι «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»
(Ματθ. 3, 2). Βαπτίζοντας στὸν ποταμὸ Ἰορδάνη ὅσους ἀνταποκρίνονταν, τοὺς
πρόσφερε ἕνα βάπτισμα μετανοίας «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Πλήθη λαοῦ συνέρρεαν
κοντά του. Αὕτη ἡ τεράστια ἀπήχηση φανερώνει τὴν πνευματικὴ δύναμη τοῦ λόγου
του. Ὁ ἴδιος δὲν δίσταζε νὰ ἐλέγχει τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ὑποκρισία, ἀκόμη καὶ ὅταν
αὐτὲς προέρχονταν ἀπὸ ἰσχυρούς. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἔλεγξε δημόσια τὸν
βασιλιά Ἡρῴδη Ἀντίπα γιὰ τὴν ἄνομη συμβίωσή του μὲ τὴν Ἡρωδιάδα, λέγοντάς του τὸ
περίφημο «Οὐκ ἔξεστί σοι» – «Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται (νὰ πράττεις αὐτὴ τὴν ἁμαρτία)».
Αὐτὸς ὁ ἔλεγχος κόστισε τελικά στὸν Ἰωάννη τὴ σύλληψη καὶ φυλάκισή του. Παρά τὴν αὐστηρότητά του, ὁ Ἰωάννης ἐνέπνεε βαθὺ σεβασμὸ
τοὺς εὐσεβεῖς καὶ ταπεινοὺς ἀνθρώπους. Ἦταν ὁ μεγαλύτερος τῶν προφητῶν καὶ
πράγματι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μαρτύρησε ὅτι «μεταξὺ τῶν γεγεννημένων ὑπὸ γυναικῶν
οὐκ ἐγήγερται μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ» (Ματθ. 11, 11). Ὁ Ἰωάννης στάθηκε
στὸ μεταίχμιο Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, ὡς ὁ τελευταῖος προφήτης τῆς Παλαιᾶς
καὶ ὁ πρῶτος προάγγελος τῆς Καινῆς. Ἡ πνευματικὴ ἐργασία του συνίστατο στὸ νὰ
προετοιμάσει τὸν λαὸ νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν Χριστό, ἀφυπνίζοντας συνειδήσεις μέσω τοῦ
κηρύγματος, τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ προσωπικοῦ του παραδείγματος ἐγκράτειας,
δικαιοσύνης καὶ ἀφοσιώσεως στὸν Θεό. Μὲ τὴ μαρτυρία του, ὑπέδειξε τὸν Ἰησοῦ ὡς
«τὸν Ἁμνό τοῦ Θεοῦ» ποὺ παίρνει μακριὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, δείχνοντας Τὸν ὡς
τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία. Δὲν ἔκανε κανένα θαῦμα, ἀλλὰ ἡ ὅλη παρουσία καὶ ὁ λόγος
του συντάραξαν τὴν κοινωνία τῆς ἐποχῆς καὶ προετοίμασαν τὸ ἔδαφος γιὰ τὸ
σωτήριο ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
3. Ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ Τὸ κορυφαῖο σημεῖο τῆς ἀποστολῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἦταν
ἡ βάπτιση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ὁ Χριστὸς, ὁ ἀναμάρτητος
καὶ πανάγιος, κατέβηκε ἀπὸ τὴ Γαλιλαία στὸν Ἰορδάνη, ζητώντας ἀπὸ τὸν Ἰωάννη νὰ
Τὸν βαπτίσει. Καὶ ὁ ταπεινὸς Πρόδρομος σάστισε μπροστὰ στὸ αἴτημα: «Ἐγὼ», λέει,
«ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ Σένα, καὶ Σὺ ἔρχεσαι σὲ μένα;». Μά ὁ Κύριος ἀπάντησε
μὲ πραότητα: «Ἄφησέ το, Ἰωάννη, διότι ἔτσι πρέπει νὰ πληρωθεῖ κάθε δικαιοσύνη».
Καὶ ὁ Πρόδρομος, ὑπακούοντας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, βύθισε στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἐκεῖνον
ποὺ εἶναι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου. Καὶ τότε ἔγινε τὸ μέγα μυστήριο τῶν Θεοφανείων: τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιο κατῆλθε ὡς περιστερὰ καὶ στάθηκε ἐπάνω στὸν Χριστό καὶ ἡ φωνὴ τοῦ
Πατέρα ἀκούστηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖον
εὐδόκησα (ἔχω βρεί ἐυχαρίστηση».)». Ἐκεῖ, ἀδελφοί μου, ἀποκαλύφθηκε ἡ Ἁγία Τριάδα: ὁ Πατὴρ ἀπὸ
τὸν οὐρανό, ὁ Υἱὸς μὲς στὸ νερό, τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς. Καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ
Πρόδρομος ἔγινε ὁ μάρτυρας αὐτοῦ τοῦ θαύματος, ὁ μάρτυρας τῆς ἀληθινῆς
ταυτότητας τοῦ Ἰησοῦ ὡς Μεσσία καὶ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Μετὰ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ρόλος τοῦ Ἰωάννη ὡς
Πρόδρομου οὐσιαστικὰ ὁλοκληρώθηκε. Ὁ ἴδιος τὸ εἶχε προαναγγείλει, λέγοντας ὅτι ἐκεῖνος
βαπτίζει μὲν ἐν ὕδατι, ἀλλ’ «ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου» ποὺ θὰ βαπτίσει ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ. Εἶδε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατέρχεται καὶ νὰ μένει πάνω στὸν Ἰησοῦ,
γεγονὸς ποὺ τὸν διαβεβαίωσε ὅτι Αὐτὸς εἶναι «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (πρβλ. Ἰω. 1,
32-34). Ἀκολούθως, ὁ Ἰωάννης συνέχισε λίγο καιρὸ ἀκόμη τὸ κήρυγμά του, πάντοτε
μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο στὸν Χριστό. Δὲν διεκδίκησε κάποιο ρόλο στὴ δημόσια
δράση τοῦ Ἰησοῦ, παρὰ μόνο ὑπέδειξε στοὺς ἀνθρώπους νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν.
Μάλιστα, μετὰ τὴ σύλληψή του, ἔστειλε δύο μαθητὲς του νὰ ρωτήσουν τὸν Ἰησοῦ «Σὺ
εἶσαι ὁ ἐρχόμενος ἢ ἄλλον περιμένουμε;» – ὄχι ἐπειδὴ ἀμφέβαλλε πραγματικά, ἀλλά
γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς μαθητὲς του νὰ ἐνωθοῦν πλήρως μὲ τὸν Χριστό. Ὁ Κύριος τότε
ἐπαίνεσε τὸν Ἰωάννη ἐνώπιον τῶν ὄχλων, βεβαιώνοντας τὴν κορυφαία θέση του ὡς
προφήτη (Λουκ. 7, 24-28). Ἡ βάπτιση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν Ἰωάννη συνδέεται μυστηριακὰ
καὶ μὲ τὸ δικό μας βάπτισμα. Ὁ Χριστὸς ἁγίασε τὰ νερὰ μὲ τὴν παρουσία Του στὸν Ἰορδάνη
καὶ καθιέρωσε τὸ χριστιανικὸ Βάπτισμα. Ὁ Ἰωάννης, ὡς Βαπτιστής, μᾶς ὑπενθυμίζει
ἔκτοτε τὴν ἀξία τοῦ βαπτίσματος: ὅτι διὰ τοῦ βαπτίσματος μεταβαίνουμε σὲ μία
νέα ζωή, καθαροὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἀναλαμβάνουμε τὴν εὐθύνη νὰ ζοῦμε ὡς μέλη
τοῦ Χριστοῦ.
4. Ἀρχηγὸς τῶν μοναχῶν καὶ ἡ συμπλήρωση τοῦ τάγματος τοῦ Ἑωσφόρου Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀδελφοί μου, τίμησε τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν
Πρόδρομο μὲ ἕναν μοναδικὸ τίτλο: τὸν ὀνόμασε «ἀρχηγὸ τοῦ ἀγγελικοῦ τάγματος τῶν
μοναχῶν». Γιατί; Διότι ὁ βίος του στὴν ἔρημο ἦταν ὁλοκληρωτικὰ ἀσκητικὸς, ἀπογυμνωμένος
ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἀπόλαυση, ἀλλὰ γεμάτος ἐγκράτεια, παρθενία, νηστεία καὶ ἀδιάλειπτη
προσευχή. Ἔζησε ὁ Ἅγιος ὡς ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος, ἕνα φωτεινὸ παράδειγμα γιὰ ὅλους
ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ ἀκολουθήσουν τὸν δρόμο τῆς ἀφιερώσεως στὸν Θεό. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὶς εἰκόνες, ἰδίως τῶν ὑστεροβυζαντινῶν
χρόνων, ὁ Τίμιος Πρόδρομος ζωγραφίζεται μὲ πτέρυγες ἀγγέλου. Αὐτὸ δὲν εἶναι
φαντασία, ἀλλὰ θεολογικὸ σύμβολο: ὁ Ἰωάννης ἦταν ὁ ἄγγελος τῆς μετανοίας, ὁ ἄγγελος
τοῦ Κυρίου, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸν ὠνόμασε: «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν
μου πρὸ προσώπου σου». Ἔτσι ὁ Πρόδρομος ἔγινε ὁ πρώτος μοναχὸς, ὁ προστάτης καὶ
ὁδηγὸς ὅλων τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ μεγάλη ἔμπνευση γιὰ κάθε χριστιανὸ ποὺ
θέλει νὰ ζήσει μὲ καθαρότητα, ταπείνωση καὶ προσευχή. Σύμφωνα μὲ τὴ θεολογικὴ κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ
μοναχικὸς βίος ὀνομάζεται «πολιτεία ἰσάγγελος» – μία ζωή ἴση μὲ τῶν ἀγγέλων. Ὁ
μοναχισμὸς θεωρεῖται ὅτι ἀντικαθιστᾷ τὸ πεσὸν τάγμα τῶν ἀγγέλων ποὺ ἔπεσαν μαζί
μὲ τὸν Ἑωσφόρο. Ὁ Ἑωσφόρος (τὸ φωτεινότατο πνεῦμα ποὺ ἔγινε διάβολος) ἔχασε τὴν
οὐράνια θέση του λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας του. Οἱ Ἅγιοι καὶ ἰδιαίτερα οἱ μοναχοὶ μὲ
τὴν ταπείνωση καὶ ἁγιότητά τους «συμπληρώνουν» τὸ κενὸ ποὺ ἄφησε τὸ ἔκπτωτο ἐκεῖνο
τάγμα. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ξεχωρίζει ὡς ὁ κατεξοχήν «ἰσάγγελος» Ἅγιος. Ὅπως
λέγεται, «εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ἀγγελικοῦ τάγματος τῶν μοναχῶν, καθ’ ὅτι ὁ
μοναχισμὸς ἀντικαθιστᾷ τὸν ἐκπεσόντα Ἑωσφόρο καὶ εἶναι ἡ ἰσάγγελος πολιτεία ἐπὶ
τῆς γῆς». Με ἄλλα λόγια, ὁ Τίμιος Πρόδρομος θεωρεῖται ὁ πρῶτος καὶ κορυφαῖος
μοναχὸς στὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας. Ἡ ἔρημος ὅπου ἔζησε, τὸ ἔνδυμά του, ἡ λιτὴ
τροφὴ του καὶ ἡ πνευματικότητά του ἀποτέλεσαν τὸ πρότυπο ποὺ ἀκολούθησαν ἀργότερα
οἱ ὅσιοι Πατέρες καὶ ἀσκητές. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ σὲ κάθε μοναστήρι ἡ μορφή τοῦ
Ἰωάννη τιμᾶται ξεχωριστά, ὡς προστάτης καὶ ὁδηγὸς τῶν μοναχῶν στὸν ἀγῶνα τῆς
μετανοίας καὶ τῆς προσευχῆς. Σε πολλές ἀπεικονίσεις βλέπουμε τὸν Ἅγιο Ἰωάννη μὲ
πτέρυγες, κρατώντας εἰλητάριο ποὺ γράφει «Ἰδοὺ ὁ Ἁμνός τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸ ὑποδηλώνει
ὅτι εἶναι ὁ οὐράνιος ἀγγελιοφόρος ποὺ προετοίμασε τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου καὶ
συνεχίζει νὰ κηρύττει τὴ μετάνοια. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ συμβολίζει ἐπίσης τὴν ἀγγελικὴ
καθαρότητα καὶ ἀφοσίωση τοῦ βίου του, ἐνῷ στὸ δίσκο κρατᾷ τὴν τιμία του κεφαλὴ ὡς
μαρτυρία τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους του γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ζῶντας ἰσαγγελικὰ,
ἀνέδειξε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ φθάσει σὲ μεγάλα ὕψη ἁγιότητος.
Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία τον τιμᾷ ὡς τὸν πρῶτον μεταξὺ τῶν ἀσκητῶν καὶ μοναχῶν, ἕναν
φωτεινὸ ὁδηγὸ γιὰ ὅσους ἐπιλέγουν τὸν δρόμο τῆς ἀφιερώσεως στὸν Θεό. 5. Τὰ μηνύματα τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο Ἡ μορφή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου παραμένει ἐξαιρετικὰ
ἐπίκαιρη καὶ γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Τὰ μηνύματα ποὺ ἀναβλύζουν ἀπὸ τὴ ζωή καὶ
τὸ κήρυγμά του ἀπαντοῦν στὶς πνευματικὲς ἀνάγκες κάθε ἐποχῆς, καὶ ἰδιαίτερα τῆς
δικῆς μας, ποὺ μαστίζεται ἀπὸ τὸν ἐκκοσμικευμένο τρόπο ζωῆς καὶ τὴν ἀνοχὴ στὴν ἁμαρτία.
Ἀς σταθοῦμε σὲ μερικές βασικὲς παρακαταθῆκες τοῦ Τιμίου Προδρόμου πρὸς ἐμᾶς
σήμερα: (α) Κάλεσμα σε μετάνοια καὶ ἠθικὸ θάρρος: Ὁ Ἰωάννης πρῶτος ὕψωσε προφητικὴ φωνὴ ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας,
καλώντας σὲ μετάνοια χωρὶς συμβιβασμούς. Τὸ «Οὐκ ἔξεστί σοι» ποὺ εἶπε στὸν Ἡρῴδη
ἀντηχεῖ καὶ σήμερα ὡς ἔλεγχος σὲ κάθε ἀνομία καὶ παράβαση τοῦ θείου νόμου. Σὲ
μία ἐποχὴ ὅπου πολλοὶ δικαιολογοῦν τὰ πάντα καὶ ἡ ἠθικὴ συχνὰ σχετικοποιεῖται, ὁ
λόγος τοῦ Προδρόμου μᾶς θυμίζει ὅτι ὑπάρχουν πράξεις ποὺ «δὲν ἐπιτρέπονται», ὅτι
ὁ θεῖος νόμος ἔχει ἀξία καὶ ὀφείλουμε νὰ τὸν σεβόμαστε. Τὸ παράδειγμά του μᾶς ἐμπνέει
νὰ ἔχουμε θάρρος νὰ ὑπερασπιζόμαστε τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, ἀκόμη κι ἂν αὐτὸ
προκαλεῖ ἀντίδραση ἢ μᾶς κοστίζει κοινωνικά. Ὅπως ὁ Ἰωάννης προτίμησε νὰ
φυλακιστεῖ καὶ νὰ πεθάνει παρὰ νὰ σωπάσει μπροστά στὴν ἀδικία, ἔτσι καὶ ἐμεῖς
καλούμαστε σὲ μαρτυρία τῆς ἀλήθειας μὲ παρρησία. (β) «Ἐτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου»: ἡ προδρομικὴ ἀποστολή
μας: Ὁ Πρόδρομος αὐτοπροσδιορίστηκε ὡς «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ»
ποὺ καλεί νὰ ἐτοιμαστεῖ ὁ δρόμος τοῦ Κυρίου (Μαρκ. 1, 3). Τὸ μήνυμα αὐτὸ ἔχει
διαχρονικὴ ἀξία. Κάθε πιστὸς καλείται νὰ γίνει «πρόδρομος» τοῦ Χριστοῦ στὸ
περιβάλλον του. Νὰ ἀνοίγουμε δρόμο γιὰ νὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων
γύρω μας, στὴν οἰκογένειά μας, στὴν ἐνορία καὶ τὴν κοινωνία μας. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος
συχνὰ κλείνει τὴ θύρα τῆς καρδίας του στὸν Θεό, ἀπορροφημένος ἀπὸ ὑλικότητα καὶ
ἐγωισμό. Ὁ Ἰωάννης μᾶς προτρέπει νὰ ἀνοίξουμε διεξόδους ὥστε ὁ Κύριος νὰ εἰσέλθει:
μὲ τὸ παράδειγμά μας, μὲ τὸν λόγο τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης, μὲ τὴν προσευχή
μας. Ἰδίως οἱ ποιμένες καὶ οἱ γονεῖς ἔχουν χρέος νὰ προδρομίζουν, δηλαδὴ νὰ
προλειαίνουν τὶς ψυχὲς ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ δεχθοῦν τὸν Χριστό. (γ) Ὑπενθύμιση τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς νέας ζωῆς: Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς μᾶς θυμίζει μὲ τὸν τίτλο του κάτι
θεμελιώδες: ὅτι ὅλοι «ἐν Χριστῷ» περάσαμε ἀπὸ τὸ λουτρὸ τοῦ βαπτίσματος. Σήμερα
πολλοὶ βαπτίζονται ὡς νήπια καὶ λησμονοῦν τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου. Ὁ
λόγος τοῦ Προδρόμου μᾶς καλεί νὰ ἀνανεώσουμε τὴ βαπτισματική μας συνείδηση. Νὰ
θυμηθοῦμε τί ὑποσχεθήκαμε ἢ τί ὑποσχέθηκαν οἱ ἀνάδοχοί μας: νὰ ἀποταχθοῦμε τὸν
Σατανᾶ καὶ νὰ συνταχθοῦμε μὲ τὸν Χριστό. «Ἀπόταξη ἢ σύνταξη;» εἶναι τὸ ἐρώτημα
ποὺ θέτει ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Ὁ Ἰωάννης μᾶς δείχνει
ξεκάθαρα μὲ ποιὸν πρέπει νὰ εἴμαστε συντεταγμένοι – μὲ τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ. Στὴ
σημερινὴ ἐποχὴ τῆς ἠθικῆς σύγχυσης, αὕτη ἡ ὑπενθύμιση εἶναι κρίσιμη. Ὁ κάθε
βαπτισμένος χριστιανὸς ἔχει κληθεῖ σὲ ἁγιασμό καὶ μετάνοια, νὰ ζεῖ ὡς τέκνο
φωτός. Ὁ Πρόδρομος, μὲ τὸ βάπτισμα ποὺ τέλεσε στὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὸ ἴδιο του τὸ
μαρτύριο, μᾶς καλεί νὰ ἀναζωπυρώσουμε τὴ χάρη τοῦ δικοῦ μας βαπτίσματος καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε
πιστὰ τὸν Ἁμνὸ τοῦ Θεοῦ. Συνοψίζοντας, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀποτελεῖ γιὰ ὅλους
μας ἕνα αἰώνιο πρότυπο πίστεως, ταπεινώσεως, μετανοίας καὶ ἁγιότητος. Εἶναι ἡ
φωνὴ ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀντηχεῖ, προσκαλώντας μας νὰ στρέψουμε τὴν καρδιὰ μας
στὸν Χριστὸ καὶ νὰ διορθώσουμε τὶς στρεβλὲς ὁδοὺς τῆς ζωῆς μας. Στὸν ἀνερμάτιστο
κόσμο τοῦ σήμερα, ὅπου οἱ ἀξίες μεταβάλλονται, ἡ μορφὴ τοῦ Προδρόμου στέκει σὰν
φωτεινὸς ὁδοδείκτης πρὸς τὴν Ἀλήθεια. Ἀς ἀκούσουμε τὴ φωνὴ του στὴν προσωπικὴ
μας «ἔρημο» – ἴσως μέσα στὴ μοναξιὰ ἢ τὴν ὑπαρξιακὴ μας ἀναζήτηση – καὶ ἄς ἐτοιμάσουμε
τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου στὶς ψυχὲς μας. Μὲ τὶς πρεσβείες τοῦ Τιμίου Προδρόμου, εἴθε
νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς «νὰ ἴδουμε τὸ Φῶς» τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ βαδίσουμε στὴν ὁδὸ
τῆς σωτηρίας. Αὕτη εἶναι ἡ οὐράνια κληρονομιά ποὺ μᾶς μεταφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης,
ἀπὸ τὴν ἐποχή του μέχρι σήμερα.
ΟΜΙΛΙΑ Ἡ Ἁγία Παρασκευή ἀνά τοὺς αἰῶνες – Τὰ θαύματά της ὡς
θεραπευτικὴ ἰατρικὴ καὶ μεταφυσική Εἰσαγωγή: Μιὰ ζωντανὴ παράδοση πίστεως καὶ θαυμάτων Πανηγυρικὴ καὶ χαρμόσυνος εἶναι ἡ σημερινὴ ἡμέρα, ἀγαπητοὶ
ἀδελφοί, καθὼς συγκεντρωνόμαστε στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ἐδῶ στὸν ὁμώνυμο
Δήμο τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, γιὰ νὰ τιμήσουμε τὴ μνήμη τῆς μεγαλομάρτυρος. Δὲν
πρόκειται γιὰ μιὰ ἀπλὴ ἐπέτειο, ἀλλὰ γιὰ πανέορτο πανήγυρη καὶ ἡμέρα πνευματικῆς
ἀγαλλιάσεως, τὴν ὁποία συγκαλεῖ ἡ πανένδοξος ὁσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή ἡ
θαυματουργός κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Ἡ παρουσία τόσων σεβαστῶν θεολόγων, ἱερέων
καὶ πλήθους πιστῶν στὴν πανήγυρη μας μαρτυρεῖ ὅτι ἡ παράδοση τιμῆς τῆς Ἁγίας
Παρασκευῆς παραμένει ζωντανὴ ἀνά τοὺς αἰῶνες. Ἡ Ἁγία Παρασκευή εἶναι μία ἀπὸ τὶς πλέον λαοφιλεῖς μορφὲς
τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης. Τὸ διαπιστώνουμε ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν ναῶν καὶ
μοναστηριῶν ποὺ φέρουν τὸ ὄνομά της, ὄχι μόνο σὲ κάθε γωνιὰ τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ
καὶ σὲ ἄλλες ὀρθόδοξες χώρες. Ἀκόμη καὶ ἐδῶ, στὴν πόλη μας, τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας ἀποτελεῖ
θεμέλιο τῆς τοπικῆς μας ταυτότητας: μιὰ μικρὴ ἐκκλησία τῆς Ὁσιοπαρθενομάρτυρος Ἁγίας
Παρασκευῆς ποὺ ὑπῆρχε ἐδῶ ἀπὸ τὸν 19ο αἰῶνα ἔδωσε τελικὰ τὸ ὄνομά της σὲ ὅλη τὴν
περιοχή. Κάθε χρόνο, σὰν σήμερα, 26 Ἰουλίου, ἡ μνήμη τῆς τιμᾶται πανηγυρικὰ καὶ
μὲ μεγάλη λαμπρότητα. Εἰδικά γιὰ τὴν ἐπαρχία καὶ τὶς τοπικὲς κοινωνίες, ὅπου τὰ
ἔθιμα διατηροῦνται ζωντανά, ἡ μέρα αὐτὴ ἀποτελεῖ μεγάλο γεγονὸς πνευματικῆς καὶ
κοινωνικῆς σημασίας. Ὁ βίος τῆς Ἁγίας: Πίστη, μαρτύριο καὶ θαύματα Ἡ Ἁγία Παρασκευή ἔζησε τὸν 2ο αἰῶνα μ.Χ. κατὰ τοὺς
χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἁδριανοῦ. Γεννήθηκε σὲ χωρίο πλησίον τῆς Ῥώμης, περὶ τὸ
140 μ.Χ., ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους, τὸν Ἀγάθωνα καὶ τὴν Πολιτεία. Οἱ
γονεῖς της προσεύχονταν θερμὰ γιὰ νὰ ἀποκτήσουν παιδί καὶ ὁ Θεὸς εἰσάκουσε τὸ αἴτημά
τους. Ἐπειδὴ τὸ κορίτσι γεννήθηκε ἡμέρα Παρασκευή, καὶ μὲ πνεῦμα βαθιᾶς πίστης
στὸ πάθος τοῦ Κυρίου ποὺ συνέβη Μεγάλη Παρασκευή, τὴν ὀνόμασαν «Παρασκευή». Ἀπὸ
μικρὴ ἀναδείχθηκε σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ: ἀγὰπησε τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς,
ἀφοσιώθηκε στὴν προσευχὴ καὶ ἀπέφυγε τὶς μάταιες κοσμικὲς χαρὲς. Μεγάλωσε μὲ ἀρετή
καὶ μόρφωση, ἀποκρούοντας μάλιστα πλῆθος πλουσίων μνηστήρων, προκειμένου νὰ
μείνει ἀφιερωμένη στὸν Χριστό. Ὁταν μόλις εἴκοσι ἐτῶν ὅταν κοιμήθηκαν οἱ γονεῖς της, καὶ
τότε ἡ Παρασκευή μοίρασε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφιερώθηκε σὲ ἱεραποστολικὸ
ἔργο. Ὁ ζῆλος της γιὰ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τὴν ἔφερε νὰ διδάσκει στὴ Ρώμη καὶ
στὰ περίχωρα, σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου ὁ χριστιανισμὸς ἀκόμη διωκόταν ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρικὴ
Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Πράγματι, τὰ κηρύγματά της προσέλκυσαν τὴν προσοχὴ τῶν ἀρχῶν.
Ὁ αυτοκράτωρ Ἀντωνῖνος Πίος, σκληρὸς διώκτης τῶν χριστιανῶν, διέταξε τὴ σύλληψή
της. Προσπάθησε μὲ κολακείες καὶ ὑποσχέσεις πλούτου νὰ τὴ μεταπείσει νὰ ἀρνηθεῖ
τὴν πίστη, ἀλλὰ ἐκείνη ἔμεινε ἀκλόνητη. Ἀκολούθησε μιὰ σειρά φρικτῶν βασανιστηρίων: πρῶτα τὴν ὑπέβαλαν
στὸ μαρτύριο μιᾶς πυρακτωμένης περικεφαλαίας μὲ καρφιὰ ποὺ ἔσφιγγε τὸ κεφάλι
της. Ἡ Ἁγία ὑπέμεινε τὸ μαρτύριο μὲ θαυμαστὴ καρτερικότητα. Ὁ Ἀντωνῖνος,
βλέποντας τὴν πίστη της, διέταξε ἀκόμη σκληρότερα βασανιστήρια: νὰ τὴ βάλουν σὲ
λέβητα μὲ βραστὸ λάδι καὶ πίσσα. Ὅμως, κατὰ θαυματουργὸ τρόπο, ἡ Ἁγία Παρασκευή
ἔμεινε ἀβλαβὴς καὶ μέσα στὸ ζέον ὑγρό. Ὁ δὲ τύραννος, ἐν οὐδεμιᾷ πίστει ὄντας,
πλησίασε ἀπίστως τὸ λέβητα γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ὄντως τὸ ὑγρὸν εἶναι καυτό.
Τότε ἡ Ἁγία, γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ «μαγεία» ἀλλὰ γιὰ δύναμη Θεοῦ,
ἔσυρε μιὰ χούφτα ἀπὸ τὸ καυτό μεῖγμα καὶ τὸ ἔριξε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀντωνίνου. Ἁμέσως
οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ βασιλέως κάηκαν καὶ ἐτυφλώθη. Ο Ἀντωνῖνος, συνειδητοποιώντας τὴ
θεία δύναμη ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει, παρακάλεσε τὴν Ἁγία νὰ προσευχηθεῖ στὸν
Θεό, γιὰ νὰ τοῦ ἐπιστρέψει τὸ φῶς του. Ἡ Ἁγία, γεμάτη ἀγάπη καὶ
συγχωρητικότητα, προσευχήθηκε καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ διώκτης τῆς ἀνέβλεψε.
Αὐτὸ ὑπῆρξε τὸ πρῶτο μεγάλο θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσε ἡ Ἁγία Παρασκευή κατὰ τὴ
διάρκεια τοῦ μαρτυρίου της καὶ ἀποτέλεσε ὁρόσημο: ὁ Ἀντωνῖνος Πίος πίστεψε στὸ
Χριστό, διέταξε νὰ παύσουν οἱ διωγμοὶ κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀπελευθέρωσε τὴν Ἁγία.
Ἀπὸ τότε, ἡ Ἁγία καθιερώθηκε στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν ὡς προστάτιδα τῆς ὄρασης
καὶ τῶν ματιῶν. Μετὰ τὸ θαῦμα αὐτό, ὁ Ἀντωνῖνος ἄφησε ἐλεύθερη τὴν Ἁγία
Παρασκευή καὶ ἐκείνη συνέχισε τὸ κήρυγμά της σὲ πολλὰ μέρη, συμπεριλαμβανομένης
καὶ τῆς Ἑλλάδος. Ὅμως, τὸ μαρτύριό της δὲν εἶχε ἀκόμη λήξει. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ
Ἀντωνίνου, νέοι διωγμοὶ ξέσπασαν ἐπὶ Μάρκου Αὐρηλίου. Ἡ Ἁγία συνελήφθη ἐκ νέου
στὴν Μικρὰ Ἀσία (κατ’ ἄλλους στὴ Ρώμη) ἀπὸ κάποιον ἔπαρχο ὀνόματι Ἀσκληπιὸ. Σύμφωνα
μὲ μαρτυρίες τοῦ βίου της, ὁ ἔπαρχος Ἀσκληπιὸς, σκληρὸς εἰδωλολάτρης, τὴν ἔριξε
σ’ ἕνα λάκκο μὲ δηλητηριώδη φίδια. Τότε, ἡ Ἁγία ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ
πάνω τους, καὶ τὰ θηρία πέθαναν αὐτομάτως, σαν νὰ κατακεραυνώθηκαν ἀπὸ τὴ
δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ὅχι μόνο ἐσώθη ἡ Ἁγία· ὁ Ἀσκληπιὸς ἐπλήγη κατά
συνείδησιν, ἔπεσε στὰ πόδια της, ἐπίστευσε στὸν Χριστό καὶ τὴν ἀπελευθέρωσε. Καὶ στὰ δύο
θαύματα διαφαίνεται ὄχι μόνο ἡ δύναμη τῆς πίστης ἀλλὰ καὶ ἡ ἔμπρακτη ἀπόδειξη ὅτι
ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν εἶναι ζωντανὸς καὶ ἐνεργεῖ, συντρίβοντας τὰ ψεύτικα ἀντικείμενα
λατρείας καὶ ἐξουδετερώνοντας τὴν ἀπειλή τῆς φύσεως· μία θεοσημεία ποὺ ὁδηγεῖ ἀκόμη
καὶ διώκτες σὲ μετάνοια. Τὸ ἐπόμενο θαῦμα διασώζεται στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ὡς
ἕνα ἐξαίσιο σημεῖο τῆς χάριτος. Σὲ κάποια ἀπὸ τὶς περιοχές ποὺ περιόδευσε ἡ Ἁγία,
ὁ λαὸς τῆς πόλης ζοῦσε ὑπὸ τὴν τρομερὴ ἀπειλὴ ἑνὸς δράκοντα, ποὺ λέγεται πὼς
καταβρόχθιζε ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν πληθυσμό. Οἱ κάτοικοι, ἀπελπισμένοι, παρακάλεσαν
τὴν Ἁγία νὰ τοὺς σώσει. Ἐκεῖνη, με τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, πλησίασε στὸ στόμιο
τοῦ σπηλαίου ὅπου κρυβόταν τὸ τέρας, ἔκανε τὴν προσευχή της καὶ ἐκείνην τήν
στιγμήν, ὁ δράκοντας σχίστηκε στὰ δύο καὶ ἐξαφανίστηκε. Ἡ πόλη σώθηκε, ὁ λαὸς
δοξολόγησε τὸν Θεὸ καὶ ἐπίστεψε στὸν Χριστό. Ἐὰν τὸ θαῦμα τοῦ δράκοντα φέρει μυθικὲς ἀποχρώσεις, ἡ
θεολογικὴ του σημασία παραμένει βαθιὰ. Ὁ δράκοντας, ὡς σύμβολο τοῦ κακοῦ, τῆς
βίας καὶ τοῦ ἀρχαίου φόβου, ὑποχωρεῖ μπροστὰ στὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Ἡ Ἁγία
Παρασκευή δὲν ἐμφανίζεται μόνον ὡς θεραπεύτρια σωμάτων, ἀλλὰ καὶ ὡς νικήτρια ἐναντίον
τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, ἐνσαρκώνοντας τὴ θεραπεία τοῦ φόβου ποὺ τυραννεῖ κάθε ἐποχή. Τελικὰ ἡ Ἁγία Παρασκευή συνελήφθη γιὰ τρίτη φορά σὲ
κάποια πόλη τῆς Μακεδονίας (ἢ κατ’ ἄλλους στὴ Ρώμη) ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ταράσιο, ἐπὶ
βασιλείας Μάρκου Αὐρηλίου. Τὸ θαῦμα ἔλαβε χῶρα ὅταν ὁ ἔπαρχος Ταράσιος, ἐπιμένοντας
νὰ τὴν ὑποτάξει, τὴν ὁδήγησε σὲ ἕνα μεγαλοπρεπὲς τέμενος τοῦ θεοῦ Ἀπόλλωνος, ἀπαιτώντας
νὰ θυσιάσει μπροστὰ στὰ εἴδωλα. Ἡ Ἁγία, ἥσυχη καὶ προσευχόμενη, εἰσῆλθε στὸν
ναό μὲ ἐσωτερικὴ ἀφοσίωση. Τὴ στιγμή ποὺ γονάτισε καὶ ἐπικαλέστηκε τὸ ὄνομα τοῦ
Χριστοῦ, ἀκούστηκε ἕνας δυνατότατος κρότος καὶ τὰ εἴδωλα συντρίφθηκαν καὶ
σωριάστηκαν στὴ γῆ μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων. Τὸ περιστατικὸ προκάλεσε πανικό, ἀλλὰ
καὶ ἔντονο φόβο. Ἀντὶ μετάνοιας, οἱ εἰδωλολάτρες ὀργίστηκαν ἀκόμα περισσότερο,
θεωρώντας τὸ γεγονὸς ὡς ὕβριν. Ἀντί νὰ πιστέψουν, ζήτησαν τὴν ἐξόντωσή της. Ὁ
Ταράσιος διέταξε τελικῶς τὸν ἀποκεφαλισμὸ της καὶ ἔτσι ἡ Ἁγία Παρασκευή ὁλοκλήρωσε
τὸ μαρτύριό της διὰ ξίφους, παραδίδοντας τὴν ἁγία ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Κυρίου
περὶ τὸ 180 μ.Χ. Ἦταν μόλις 40 ἐτῶν. Θαύματα καὶ ἰάματα: Ὁ ρόλος τῆς Ἁγίας ὡς «ἰατροῦ» ψυχῶν
καὶ σωμάτων Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς
δὲν περιορίζονται στὸ μακρινὸ παρελθόν ἢ στὶς ἀφηγήσεις τοῦ Μεσαίωνα. Μέχρι καὶ
σήμερα, στὸν 21ο αἰῶνα, συνεχίζουν νὰ μαρτυροῦνται περιπτώσεις θαυμαστῶν ἰάσεων
ποὺ ἐντυπωσιάζουν, διότι ξεπερνοῦν τὰ δεδομένα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης καὶ ἀποκαλύπτουν
τὴ θεραπευτικὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνεργεῖ διὰ τῆς Ἁγίας Του. Πρὸ λίγων ἐτῶν, μία νέα γυναῖκα, Γεωργία Νότη, στὴν
Κόρινθο, ἑπτὰ μηνῶν ἔγκυος, ὑπέφερε ἀπὸ συνεχή δακρύρροια τοῦ δεξιοῦ ματιοῦ
της. Οἱ γιατροὶ διέγνωσαν σοβαρὴ βλάβη στὸ δακρυϊκὸ πόρο, ἀλλὰ στάθηκαν ἀδύναμοι
νὰ βοηθήσουν. Ἡ γυναῖκα προσευχήθηκε μὲ πόνο στὴν Ἁγία Παρασκευή, καὶ ξαφνικά ἔνιωσε
μιὰ δροσιὰ στὸ πάσχον μάτι. Πρὶν προλάβει νὰ καταλάβει τί συνέβη, ὁ φραγμένος
δακρυϊκὸς σωλῆνας ἔπεσε μόνος του ἀπὸ τὸ μάτι της, ὡς ἂν νὰ ἐξήχθη χειρουργικὰ ἀλλ’
ἐντελῶς ἀνεπαίσθητα. Τὴν ἴδια στιγμή τὰ συμπτώματα ἐξαφανίστηκαν, τὸ μάτι της
θεραπεύθηκε πλήρως. Οἱ θεράποντες ἰατροὶ, κατάπληκτοι, ὁμολόγησαν ὅτι «τέτοιο
πράγμα δὲν εἶχαν ξαναδεί στὴν καρριέρα τους, οὔτε ἀναφέρεται στὴν ιατρικὴ
βιβλιογραφία». Ἔνα τέτοιο σύγχρονο θαῦμα δὲν εἶναι μεμονωμένο. Πιστοὶ ἀπὸ
διάφορα μέρη διηγοῦνται πῶς ἡ Ἁγία τοὺς βοήθησε στὴν ὑγεία, σὲ κινδύνους, σὲ
δυσκολίες ὅπου ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ σιωπᾷ. Στὴ Μονὴ Πούντας τῆς Πρεβέζης, πλῆθος
μαρτυριῶν ἀναφέρει θεραπείες ὀφθαλμικῶν παθήσεων, ἀλλὰ καὶ λύσεις στὴ
στειρότητα γυναικῶν. Στὴν κοιλάδα τῶν Τεμπῶν, τὸ ἀγίασμα τῆς σπηλιᾶς τῆς Ἁγίας
θεωρεῖται θαυματουργὸ γιὰ τὰ μάτια, καὶ δὲν εἶναι λίγοι οἱ πιστοὶ ποὺ
βεβαιώνουν ὅτι ἔλαβαν σωματικὴ ἴαση μετὰ ἀπὸ προσευχὴ καὶ πόση τοῦ νεροῦ. Ἀλλά,
ἀκόμη βαθύτερα, πολλοὶ ὁμολογοῦν ἄρρητη ἐσωτερικὴ ἀλλαγή: ἡρεμία, λύτρωση ἀπὸ
θλίψη, ἄρση ψυχικῶν βασάνων. Τὰ θαύματα αὐτά δείχνουν πὼς ἡ χάρη τῆς Ἁγίας δρα
σὲ δύο ἐπίπεδα – θεραπεύει τὸ σῶμα, ἀλλὰ κυρίως ἀγγίζει τὴν ψυχὴ, φωτίζει τὴ
συνείδηση, καὶ μᾶς προσανατολίζει στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Σε ἄλλα μέρη, ὅπως στὴ Μονὴ Πετράκη, ἡ προσκύνησις τῆς
τιμίας κάρας συνοδεύεται ἀπὸ συγκλονιστικὲς στιγμὲς ἐσωτερικοῦ φωτισμοῦ· πιστοὶ
ἔχουν καταγράψει ὄνειρα, διαίσθηση, ἢ ἄρση ἐσωτερικῆς πίεσης. Ἔχουν καταγραφεῖ
φαινόμενα ὅπου μορφὴ τῆς Ἁγίας ἐμφανίστηκε στὴν ὁρατὴ σφαίρα (π.χ. στὰ Τέμπη,
στὸ Κορωπί) συνοδευόμενα ἀπὸ προσευχὴ καὶ εὐχαριστία. Ἔνας πιστὸς περιέγραψε ὅτι
τὴ στιγμὴ ποὺ προσευχόταν στὴν εἰκόνα της, ἔνιωσε δυνατὴ θερμὴ ἀνατριχίλα καὶ ἡ
καρδιά του «ἔγινε ἐλαφριὰ σαν πούπουλο». Ἀκόμη καὶ σὲ χωριά, ἡ Ἁγία φανερώνεται μέσα ἀπὸ ἀνακαλύψεις
παλαιῶν ναῶν, σπηλαίων ἢ ἀγιάσματος, ὅπως στὴν Πελοπόννησο, ὅπου ὅραμα μιᾶς
γερόντισσας ὁδήγησε στὴν ἀποκάλυψη βυζαντινῶν θεμελίων ἐκκλησίας Ἁγίας Παρασκευῆς,
θαμμένης κάτω ἀπὸ τοῦβλα. Τέτοια παραδείγματα, ἐξωτερικὰ μικρὰ, ἔχουν μεγάλη
μεταφυσικὴ σημασία. Δείχνουν πὼς ἡ ἀναζήτηση τοῦ θείου καὶ τῆς θείας ἴασης δὲν
εἶναι κατάλοιπο ἑνὸς προεπιστημονικοῦ κόσμου. Ἡ θαυματουργία δὲν ἀναιρεῖ τὴ
λογικὴ – τὴν ὑπερβαίνει ἀπλά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνοίξει τὴν καρδιά του. Στὴ μορφὴ
τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος βλέπει μὴνυμα παρηγοριᾶς: ὁ Θεὸς
δρασκελίζει τὰ ὅρια τῆς φύσης γιὰ νὰ μᾶς συναντήσει, ὅταν Τὸν ἐπικαλούμαστε μὲ
πίστη. Ἡ ἴαση – σωματική ἢ ψυχική – εἶναι πάντοτε δῶρο. Καὶ ἡ Ἁγία Παρασκευή εἶναι
ἀπὸ ἐκείνα τὰ σκεύη ποὺ τὰ μεταφέρουν μυστικά. Θεολογικὴ προσέγγιση: Τὸ νόημα τῶν θαυμάτων καὶ τῆς
μεσιτείας τῶν Ἁγίων Ἐντὸς τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων
κατανοοῦνται ὡς ἐκδηλώσεις τῆς θείας ἐνεργείας (τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ) μέσα στὸν
κόσμο. Δὲν εἶναι ἄκυρα σημεῖα ἢ παραβιάσεις τῶν φυσικῶν νόμων, ἀλλὰ σημεῖα ποὺ ὑποδεικνύουν
μία ὕπαρξη ἀνωτέρα, μία πραγματικότητα μεταφυσική πέρα ἀπὸ τὰ ὁρατά. Ὁ Θεὸς ὁ Ίδιος ἐτέλεσε θαύματα κατὰ τὴν ἐπίγεια παρουσία
τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ – ἔδωσε φῶς στὸν τυφλό, ἄνοιξε τὰ ὦτα τῶν κωφῶν,
καθάρισε λεπρούς, ἀνέστησε νεκρούς. Οἱ Ἅγιοι, ὡς φίλοι τοῦ Θεοῦ, λαμβάνουν κατὰ
χάριν ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὴν δύναμη νὰ τελοῦν τέτοια θαύματα, ὄχι πρὸς
δόξαν δική τους, ἀλλὰ πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ οἰκοδομὴν τοῦ λαοῦ. Ὁ Θεός «τόσο δοξάζει τοὺς Ἁγίους Του» ὥστε μέσα ἀπ’ αὐτούς
ἐπιτελεῖ τὰ ἔργα ποὺ παρηγοροῦν καὶ θεραπεύουν τὸν ἄνθρωπο. Στὸ πρόσωπο τῆς Ἁγίας
Παρασκευῆς βλέπουμε ἕνα φωτεινὸ παράδειγμα αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου: μιὰ νεαρή
γυναίκα, μὲ μόνα ὅπλα τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγιότητά της, ἀναδεικνύεται φορέας τῆς
θείας δυνάμεως. Ὁ Θεὸς τὴν ἐπέλεξε ὡς ὄργανο τῆς θεραπευτικῆς Του ἐνέργειας, καὶ
διαμέσου αὐτῆς πολλοὶ συνάνθρωποί της βρῆκαν σῶμα καὶ ψυχὴ ὑγιῆ. Θεολογικὰ, τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας ὑπογραμμίζουν μιὰ
θεμελιώδη ἀλήθεια: ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων» μας, καὶ
οἱ Ἁγιοί Του λειτουργοῦν ὡς συνεργοὶ στὸ σωτηριῶδες ἔργο Του. Ἡ θεραπεία ἑνὸς
σωματικοῦ νοσήματος ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρασκευή, λόγου χάριν, δὲν ἔχει μόνο σκοπὸ νὰ
ἀνακουφίσει τὸν πόνο τοῦ ἀρρώστου, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν στρέψει στὴ δοξολογία τοῦ
Θεοῦ, νὰ δυναμώσει τὴν πίστη του. Ἐκεῖ βρίσκεται τὸ νόημα κάθε θαύματος: δὲν ἀφορά μονάχα τὴ
σάρκα, ἀλλὰ κυρίως τὴν καρδιά. Σὲ κάθε θαῦμα, συναντιοῦνται δύο δρόμοι – ἡ
πίστη τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ μέσα στὴ συνάντηση αὐτὴ γίνεται ἡ ἴαση,
γίνεταί σημεῖο ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν πόνο σου. Στὴν Ἁγία Γραφή, ὁ Χριστὸς λέει: «ἡ πίστις σου σέσωκέ
σε». Στὴν περίπτωση τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ὡς δυαδικοῦ ἰατροῦ, δὲν ἔχουμε
θεωρητικὴ ἐπαλήθευση τοῦ χωρίου – ἔχουμε ζωντανὴ ἐπιβεβαίωση. Ἡ Ἁγία
Παρασκευή συνεχίζει, μέχρι σήμερα, νὰ ἐνεργεῖ μὲ τρόπο θαυματουργὸ καὶ ἰαματικό. Πρὸ λίγων ἐτῶν, ἕνα κορίτσι μὲ σοβαρὸ στραβισμό
θεραπεύθηκε ἀνεξήγητα στὴν Κόρινθο μετὰ ἀπὸ προσευχὴ στὴν Ἁγία. Οἱ γιατροὶ τῆς ἀναγνώρισαν
ὅτι «οὐδεμία φυσικὴ παρέμβαση ἐξηγεῖ» τὴν βελτίωση. Σὲ χωριὰ, ὅραμα γερόντισσας
ὁδηγεῖ σὲ ἀνακάλυψη παλαιοῦ ναοῦ. Στὴ Μονὴ Ποῦντας, στείρες γυναῖκες ἀπέκτησαν
τέκνα καὶ τυφλοὶ ἀνέβλεψαν. Στὸ Κορωπί, ἡ μορφὴ τῆς Ἁγίας φάνηκε, λένε, στὴν
πόρτα σπιτιοῦ, σώζοντας ἕναν ἄνθρωπο ἀπὸ πιθανὸ κακό. Τέτοια θαύματα δὲν εἶναι «παραβατικὰ» τῆς φύσεως – εἶναι σπασμοὶ
τῶν τοίχων τῆς λογικῆς ποὺ ἀφήνουν τὸ θεῖο νὰ περάσει. Καὶ ἡ Ἁγία Παρασκευή
γίνεται ἕνα ἀπὸ τὰ σκεύη τῆς θείας παρουσίας, ποὺ φωτίζει, θεραπεύει, ἀνασταίνει
ἐλπίδα. Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία δὲν φοβᾶται νὰ μιλᾷ γιὰ ὕλη καὶ πνεῦμα
μαζί. Διότι ὁ Χριστὸς υἱοθέτησε τὴν ὕλη, καὶ τὴν ἀνέβασε στὸ φῶς. Στὴν Ἁγία
Παρασκευή, βλέπουμε τὸ σῶμα της νὰ μένει ἀβλαβὲς μέσα στὰ καζάνια τοῦ
μαρτυρίου, τὰ μάτια τῶν τυφλῶν νὰ ἀνοίγουν, ἡ πέτρα νὰ μαλακώνει στὴν προσευχή
της. Τὰ θαύματα αὐτὰ εἶναι μικρὲς «ἐκλάμψεις» τῆς μελλούσης βασιλείας,
φωτεινὰ στίγματα στὴ σκοτεινὴ καθημερινότητά μας. Καὶ τέλος, τί ἄλλο εἶναι ἡ Ἁγία, ἂν ὄχι μία ἀληθινὴ
ψυχοθεραπεύτρια; Πολλοὶ πηγαίνουν σὲ γιατροὺς, ἀλλὰ ὁ φόβος, ἡ ἀπόγνωση, ἡ
θλίψη παραμένουν. Καὶ τότε ἔρχεται ἡ Ἁγία, χωρὶς φωνές, χωρὶς ἐπιβολή – μὲ μία
μορφὴ γαλήνης, καὶ λέει στὸν ἄνθρωπο: «δὲν εἶσαι μόνος σου». Καὶ τότε, ἡ
ἴαση δὲν εἶναι μόνο στὰ μάτια, ἀλλὰ στὴν καρδιά. Μεταφυσικὲς προεκτάσεις: Πέρα ἀπὸ τὴν ὕλη στὸν σύγχρονο
κόσμο Τέλος, ἀξίζει νὰ στοχαστοῦμε γιὰ τὴ μεταφυσικὴ διάσταση
ποὺ ἀναδεικνύουν τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς καὶ τὸ πῶς συνδέονται μὲ τὸ
σήμερα. Ζοῦμε σὲ μία ἐποχὴ ὁποῦ ἡ ἐπιστήμη καὶ ὁ ὀρθολογισμὸς δεσπόζουν. Πολλοὶ
ἄνθρωποι ρωτοῦν: ἔχουν θέσιν τὰ θαύματα καὶ οἱ Ἁγιοι στὸν 21ο αἰῶνα; Δὲν εἶναι ἅραγε
ἐναπομείναντες μύθοι; Καὶ ὅμως, ὅπως εἴδαμε, τὸ βίωμα τῶν θαυμάτων συνεχίζεται
καὶ σήμερα, καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ συγκινεί καὶ νὰ μεταμορφώνει ζωὲς. Αὐτὸ ἀναγκάζει
καὶ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο νὰ ἀναθεωρήσει τὴ μονοδιάστατη ὅραση τῆς
πραγματικότητας. Ὑπάρχει ἕνα βαθύτερο μυστήριο στὴ ζωή, ποὺ ἡ ὕλη καὶ ἡ λογικὴ
δὲν μποροῦν νὰ ἐξηγήσουν πλήρως. Ὁ ἀνθρώπινος πόθος γιὰ τὸ θαῦμα δείχνει τὴ
νοσταλγία μας γιὰ τὸ Θεῖο, γιὰ κάτι πέρα ἀπὸ τὰ ὁρατά. Τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς – καὶ γενικότερα τὰ
θαύματα τῆς πίστεως – ἀποτελοῦν μικρὲς «ρήξεις» στὸ φυσικὸ γίγνεσθαι, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπουν
νὰ διαισθανθοῦμε ὅτι ὁ κόσμος δὲν περιορίζεται στὶς τέσσερις διαστάσεις ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε.
Ὑπάρχει μία πνευματικὴ διάσταση, ἕνας ἀόρατος κόσμος τῆς Χάριτος καὶ τῶν ἀγγέλων,
ποὺ συνυπάρχει μὲ τὸν δικό μας. Ἡ Ἁγία Παρασκευή, μὲ τὴ ζωή καὶ τὰ θαύματά της,
εἶναι μία «γέφυρα» μεταξὺ τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ τοῦ μεταφυσικοῦ. Ὅταν ὁ πιστὸς ἀπευθύνει
προσευχὴ σὲ ἐκείνην καὶ λαμβάνει βοήθεια, συνειδητοποιεῖ ὅτι δὲν εἶναι ἡ ὕλη ἡ
μόνη πραγματικότητα, ὑπάρχει Κάποιος πέρα ἀπὸ τὴν ὕλη ποὺ ἀκούει καὶ ἐνεργεῖ. Στὴν ἐποχὴ μας, ποὺ πολὺς λόγος γίνεται γιὰ τὴ σύγκρουση ἐπιστήμης
καὶ πίστεως, τὸ παράδειγμα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς προσφέρει μία ἰσορροπία. Ἡ Ἁγία
δὲν ἀπαξιώνει τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη – πῶς θὰ μποροῦσε ἄλλωστε, ἀφοῦ κάθε καλὸ δῶρο,
ὅπως καὶ ἡ γνώση, προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό; Ὅμως, τὰ θαύματά της θυμίζουν ὅτι ὑπάρχει
ὅριο στὴν ἀνθρώπινη δυνατότητα καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὅριο ξεκινᾷ ἡ σφαίρα τοῦ
θείου. Ἡ σωστὴ στάση δὲν εἶναι νὰ ἀρνούμαστε τὴν ἐπιστήμη ὑπὲρ τῆς πίστεως (οὔτε
τὸ ἀντίστροφο), ἀλλὰ νὰ συνθέτουμε τὰ δύο ὡς δῶρα Θεοῦ. Ἀσφαλῶς θὰ ἐμπιστευθοῦμε
τὸν γιατρό, θὰ ἀκολουθήσουμε τὴ θεραπεία, ἀλλὰ συγχρόνως θὰ προσευχηθοῦμε στὴν Ἁγία
Παρασκευή νὰ εὐλογήσει τὴ θεραπεία καὶ νὰ τὴν ὁλοκληρώσει ἐκεῖ ποὺ ὁ ἀνθρώπινος
παράγων ἀδυνατεῖ. Ὅπως σοφὰ εἶπε κάποιος πιστός γιατρός: «Ἐγὼ περιποιοῦμαι, ὁ
Θεὸς θεραπεύει». Ἔτσι καὶ στὸ νοσοκομεῖο ἢ στὸ προσκεφάλι τοῦ ἀρρώστου ἔχει
θέσι καὶ τὸ φάρμακο καὶ ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας. Καὶ τὰ δύο εἶναι ὄργανα τοῦ Θεοῦ γιὰ
τὴ σωτηρία μας. Ἡ μεταφυσικὴ διάσταση τῶν θαυμάτων τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς,
τέλος, ἐγείρει καὶ ἕνα ἐρώτημα προσωπικὸ γιὰ τὸν καθένα μας: Πιστεύουμε μόνο στὸ
ὅ,τι βλέπουμε καὶ μετροῦμε; Ἢ εἴμαστε ἀνοικτοὶ στὴν πιθανότητα ὅτι ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ
μὲ τρόπους ἀκατάληπτους σὲ μᾶς, ἀλλὰ πραγματικοὺς καὶ σωτήριους; Ἡ Ἁγία
Παρασκευή προβαίνει μὲ τὴ ζωή της σὲ μιὰ ῥητορικὴ ἐρώτηση πρὸς τὴ συνείδησή
μας: «Τί ἔχει μεγαλύτερη δύναμη, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἢ ἡ φυσικὴ νομοτέλεια;» Καὶ
ἡ ἀπάντηση ποὺ δίνει ἡ ἴδια μὲ τὰ θαύματά της εἶναι ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ
νὰ κινήσει καὶ ὄρη (κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου). Ὁ ἐπίκουρος φόβος μπροστὰ στὴν ἀπουσία νοήματος
ξορκίζεται, διότι τὸ θαῦμα φανερώνει πὼς ὑπάρχει Πρόσωπο ἀγαπῶν (ὁ Θεός) καὶ αἰώνιος
προορισμός γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πίστις προσφέρει ἔτσι θεραπεία ὑπαρξιακὴ – δίνει
νόημα στὸ παρὸν καὶ ἐλπίδα γιὰ τὸ μέλλον, ὑπερβαίνοντας κάθε λογικὴ ἀμφιβολία
με τὴν βιωμένη ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ θαυματουργοῦ Θεοῦ. Ὁ τάφος τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἔγινε τόπος ζωντανῆς
παρουσίας: «ἀσθενεῖς ποὺ προσεύχονταν μὲ πίστη στὸν τάφο της θεραπεύονταν ἀπὸ
δυσίατες νόσους, δαιμονισμένοι ἐλευθερώνονταν, καὶ στείρες γυναῖκες ἀποκτοῦσαν
τέκνο». Ἡ Ἁγία, ζῶσα ἐν πνεύματι, μεσιτεύει καὶ θαυματουργεῖ, ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ
βεβαιώνονται διὰ τῶν θαυμάτων για τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως καὶ γιὰ τὸ ὅτι «ὁ Θεὸς
οὐκ ἔστι Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων» (Ματθ. 22:32). Ἐπίλογος: Τὰ μηνύματα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς γιά τὸ σήμερα Ἀδελφοί μου, καθώς ὁλοκληρώνουμε αὐτὴ τὴν ἀναφορά στὴν Ἁγία
Παρασκευή ἀνά τοὺς αἰῶνες, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ μορφή της μᾶς συγκινεί καὶ μᾶς
διδάσκει μέχρι καὶ σήμερα. Ἡ ζωή της, ἡ μαρτυρία της, τὰ θαύματά της, δὲν ἀνήκουν
μόνο στὶς σελίδες ἐνὸς συναξαρίου, ἀλλὰ ζοῦν καὶ μιλᾶνε στὴν καρδιά μας. Τί θὰ
μπορούσαμε νὰ κρατήσουμε ὡς ὕστατο συμπέρασμα; Πρῶτον, ἡ Ἁγία Παρασκευή μᾶς διδάσκει τὴν δύναμη τῆς
πίστεως καὶ τῆς ἀφοσιώσεως. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ τὸ συμφέρον καὶ ὁ φόβος συχνὰ
κυριαρχοῦν, ἐκείνη ὑψώνει τὴ μορφή μιᾶς νέας γυναικὸς ποὺ δὲν δίστασε νὰ
θυσιάσει τὰ πάντα – νιότη, περιουσία, ζωὴ – γιὰ τὴν Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ
γενναιότητά της καὶ ἡ μαρτυρία της θέτουν ἐρωτήματα στὴν δική μας συνείδηση. Μήπως
καὶ ἐμεῖς σήμερα, παρότι δὲν διωκόμαστε μὲ ξίφος, καλούμαστε νὰ μαρτυρήσουμε τὴν
πίστη μας μὲ τρόπους καθημερινούς ἀλλὰ καὶ δύσκολους; Ἡ ἀκεραιότητα, γιὰ παράδειγμα,
τοῦ νὰ ζεῖ κάποιος μὲ τιμιότητα, καθαρὴ καρδιά, εἶναι μία μορφὴ μαρτυρίου στὴ
σύγχρονη πραγματικότητα. Ὁ κόσμος μας θὰ γίνει καλύτερος ἂν ἐμπνευστοῦμε ἀπὸ τοὺς
Ἁγίους. Ἡ Ἁγία Παρασκευή μπορεῖ νὰ γίνει πρότυπο γιὰ τὰ νέα κορίτσια, γιὰ τὶς
γυναῖκες ποὺ ἀγωνίζονται νὰ συνδυάσουν πίστη καὶ κοινωνικὴ παρουσία. Ἐκείνη ἦταν
κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ σὲ ἐποχὴ ποὺ αὐτὸ ἦταν ἀδιανόητο γιὰ γυναίκα –
δείχνοντας ὅτι στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ», ὅλοι μποροῦμε νὰ
γίνουμε φορεῖς τοῦ μηνύματος τῆς σωτηρίας. Δεύτερον, ἡ Ἁγία Παρασκευή μᾶς θυμίζει ὅτι ἡ ἀληθινὴ
θεραπεία εἶναι αὐτή ποὺ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Σήμερα οἱ ἀνθρώποι
φροντίζουμε πολὺ τὸ σῶμα μας – δίαιτες, γυμναστική, φάρμακα. Πόσο φροντίζουμε ὅμως
τὴν ψυχή μας; Ἡ Ἁγία, ποὺ εἶναι «γιὰτρισσα» καὶ τῶν δύο, μᾶς προτρέπει νὰ ἐπιζητοῦμε
τὴν ὁλοκληρωμένη θεραπεία. Νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ στὴν Ἁγία ὄχι μόνον νὰ μᾶς
λύσει τὸ ἐκάστοτε πρόβλημα (ποὺ καμμιὰ φορὰ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ τὸ λιγότερο
σημαντικό), ἀλλὰ καὶ νὰ μᾶς δώσει φώτιση, μετάνοια, πνευματικὴ ἀνόρθωση. Γιατί
τί νόημα ἔχει νὰ λάβουμε μιὰ σωματικὴ χάρη καὶ νὰ παραμείνουμε ἄρρωστοι στὴν
ψυχή; Ὁ τελικὸς σκοπὸς εἶναι ἡ σωτηρία μας, τὸ «ὑγιὲς» σὲ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη. Ἡ
Ἁγία Παρασκευή, μὲ τὴ θαυματουργική της προστασία, βοηθᾶ ὄχι μόνο τοὺς τυφλοὺς
νὰ βλέπουν τὴν ὕλη, ἀλλὰ καὶ ὅλους μας νὰ βλέπουμε τὴν Ἀλήθεια. Τρίτον, ἡ παρουσία τόσων προσκυνητῶν καὶ πιστῶν στὴ χάρη
τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς κάθε χρόνο δείχνει ὅτι ὁ σύγχρονος κόσμος ἔχει βαθειὰ ἀνάγκη
πνευματικῆς τροφῆς. Μὴν ξεγελιόμαστε ἀπὸ τὴν τεχνολογικὴ μας πρόοδο· ὁ ἄνθρωπος
τοῦ 2025 διψᾷ γιὰ τὸν Θεὸ ὅσο καὶ ἐκεῖνος τοῦ 1825. Οἱ ψυχὲς μᾶς λαχταροῦν τὸν
φωτισμό, τὴ συγχώρηση, τὸ θαῦμα. Καὶ γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μᾶς προβάλλει τὴν Ἁγία
Παρασκευή σὰν μιὰ φιλόστοργη μεγάλη ἀδελφή ποὺ εἶναι πρόθυμη νὰ πρεσβεύει γιὰ
χάρη μας, νὰ μᾶς κρατάει τὸ χέρι στὸ δύσκολο δρόμο τῆς ζωῆς. Ἄν κάποιος ἀμφιβάλλει
γιὰ τὴ σημασία τῶν Ἁγίων σήμερα, ἀς ἀτενίσει τὰ πλήθη ποὺ συρρέουν στὶς ἑορτὲς
τους, ἀς ἀκούσει τὶς ψυχὲς ποὺ ἔχουν νὰ διηγηθοῦν μία προσωπικὴ θαυματουργικὴ ἐμπειρία.
Εἶναι μάρτυρες ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ζωντανός καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ. Κλείνοντας, ἀς δεηθοῦμε ὅλοι μαζὶ ἀπὸ καρδίας: Ἁγία τοῦ
Θεοῦ, Παρασκευή, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν! Αὐτὴ ἡ σύντομη προσευχή ἀς γίνει στὸ στόμα
μας συχνὴ ἐπίκληση. Ἡ Ἁγία εἶναι προστάτιδά μας, εἶναι συγκάτοικος τῆς πόλης
μας, συνοδίτης μας στὸ ταξίδι τῆς ζωῆς. Ἡ μαρτυρικὴ καρτερικότητά της ἀς μᾶς ἐμπνέει,
ἡ θαυματουργικὴ χάρη της ἀς μᾶς παρηγορεῖ καὶ τὰ ὀλόφωτα μάτια της (τὰ ὁποῖα
κοσμοῦν καὶ τὴν εἰκόνα της) ἀς μᾶς θυμίζουν πάντα πὼς τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ
διαλύει κάθε σκοτάδι. Ἀμήν. Βιβλιογραφία Βικιπαίδεια. (χ.χ.). Ἁγία Παρασκευὴ ἡ Μεγαλομάρτυς. Ἀνακτήθηκε
10 Ἰουλίου 2025, ἀπὸ el.wikipedia.org. Ἐκκλησία Online (26/7/2019). «Ἁγία Παρασκευή προστάτιδα ματιῶν:
Μεγάλη γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας»ekklisiaonline.grekklisiaonline.gr. Ἐκκλησία Online. (2024, 25 Ἰουλίου). Ἡ Ἁγία Παρασκευὴ δὲν ἦταν μιὰ
συνηθισμένη γυναῖκα. Ἀνακτήθηκε ἀπὸ https://www.ekklisiaonline.gr/nea/i-agia-paraskevi-den-itan-mia-synithismeni-gyneka/ Dogma.gr. (2024, 26 Ἰουλίου). Δεῖτε τὴν ἐκπληκτικὴ Ἁγία Παρασκευὴ
στὴν Κοιλάδα τῶν Τεμπῶν – Φωτογραφίες. Ἀνακτήθηκε ἀπὸ dogma.grdogma.gr. Τσώλη, Μ. Χ. (2024, 26 Ἰουλίου). Ἁγία Παρασκευή, ἡ
λαοφιλής – Ἀπὸ ποῦ πῆρε τὸ ὄνομά της – Τὰ θαύματα. Τὸ Βῆμα. Ἀνακτήθηκε ἀπὸ https://www.tovima.gr/2024/07/26/society/agia-paraskeyi-i-laofilis-apo-pou-pire-to-onoma-tis-ta-thaymata/ Ὀρθόδοξος Συναξαριστής. (χ.χ.). Ἁγία Παρασκευὴ ἡ Ὁσιομάρτυς.
Ἀνακτήθηκε στὶς 10/07/2025 ἀπὸ https://www.saint.gr/2161/saint.aspx Orthodoxia News Agency. (2020, 26 Ἰουλίου). Ἁγία Παρασκευὴ ἡ Ὁσιομάρτυς. Ἀνακτήθηκε
ἀπὸ https://www.orthodoxianewsagency.gr/vioi-agion/agia-paraskeyi-i-osiomartys/ Pemptousia.gr (25/7/2024). Ἁγία Παρασκευή: «Οἱ γιατροὶ μού εἶπαν πὼς
δὲν ἔχει ξαναγίνει…» (διήγηση θαύματος)pemptousia.grpemptousia.gr. Φῶς Φαναρίου. (2022, 1 Αὐγούστου). Ὁ Αὐστραλίας Μακάριος
στὴν Ἁγία Παρασκευὴ Blacktown στὸ Σύδνεϋ. Ἀνακτήθηκε ἀπὸ
fosfanariou.grfosfanariou.gr. Ἐπικήδειος Λόγος τοῦ
Προηγουμένου καί πρώην Πατριαρχικοῦ Ἐξάρχου Πάτμου Ἀρχιμ. Ἀντίπα Νικηταρᾶ, δρ.
Θεολογίας κατά τήν Ἐξόδιον Ἀκολουθίαν τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἐλαίας κ.κ.
Θεοδωρήτου (Ἀθῆναι,10η Μαρτίου 2025)
Σεβασμιώτατε
Μητροπολίτα Λαοδικείας κ. Θεοδώρητε, Σεβασμιώτατοι, Θεοφιλέστατοι, Τίμιον
πρεσβυτέριον ,Ὁσιώτατοι Πατέρες Πενθηφοροῦσα ὁμήγυρις
Ἐκπροσωπῶν τὸν
Πανοσιολογιώτατον Καθηγούμενον καὶ Πατριαρχικὸν Ἕξαρχον Πάτμου Ἀρχιμανδρίτην κ.
Κύριλλον καί τὴν περὶ αὐτὸν Ἀδελφότητα, τόν ἱερὸν κλῆρον τῆς Ἐξαρχίας καὶ τὸ εὐλαβὲς
ποίμνιόν Της, διακομίζω τὴν θλίψιν τὴν κατ’ ἄνθρωπον καὶ τὴν ἐλπίδα , τήν ἐν
Χριστῷ Ἀναστάντι εἰς τόν μεταστάντα Μητροπολίτην Ἐλαίας κυρῷ Θεοδώρητῳ, ὃς
παιδιόθεν ἐμαθήτευσε εἰς τὴν Πανεύφημον Πατμιὰδα τοῦ Γένους Σχολή, μετέλαβε τῆς
Ἱερᾶς Πατμιακῆς Παραδόσεως, ἐμυσταγωγήθη εἰς τήν κραταιάν, τήν ἐρριμένην σκιάν
τῆς Μεγαλωνύμου, τῆς Πάτμου Μονῆς καὶ ἐπορεύθη
εἰς τήν τῶν
Θεοφόρων Γερόντων συστοιχίαν, Μελετίου, Θεοφάνους, Γερασίμου καὶ πρωτίστως τοῦ Ἁγίου
ἡμῶν Πατρός Ἀμφιλοχίου. Ἐκ τῆς μαθητείας εἰς
τούς Πατέρας ἔλαβε τά ἐξῆς ἀντίδωρα Χάριτος: 1.
Ἐκ τοῦ Προηγουμένου Μελετίου τὴν ὀξύνοιαν, τὴν πολιτικήν
προορατικότητα, τήν προνοητικότητα, τὴν ἐκκλησιαστικήν διπλωματίαν, τὴν
Γραμματειακήν τεχνικήν. 2.
Ἐκ τοῦ Πατρός. Θεοφάνους τὴν ἐντρύφησιν εἰς τήν πατερικήν
σοφίαν , εἰς τόν συστηματικῶς καλλιεργημένον λόγον, τήν ρητορικήν παιδεία, παρέλαβε
καί καλλιέργησε τὴν ἐτοιμότητα καὶ εὐστροφίαν, τήν πλαστικότητα τοῦ λόγου, ἀνεπτύχθη
ὡς δόκιμος ὁμιλητής. 3.
Ἐκ τοῦ Ἐκκλησιάρχου Πατρός Γερασίμου τὴν ἐκκλησιαστικήν
τάξιν, τό παλαιόν ἔθος καὶ τὸ τυπικόν τὸ ἀρχαῖον τῆς Πάτμου. Ἦτο φορεύς καί ἐναργής
θεματοφύλαξ τῆς Πατμίας παρακαταθήκης ὁ Μακαριστὸς. 4.
Ἐκ τοῦ Μεγάλου Ἁγίου Ἀμφιλοχίου παρέλαβε συλλήβδην ἀντιχαρίσματα
πνευματικά, ἱεραποστολικά καί κοινωνικά. Αὕτη ὑπῆρξε καί ἡ πρώτη
πηγή παιδείας, ἡ ἐκκλησιαστική καὶ ἐτέρα πηγή, ἦτο ἡ ἐκπαίδευσίς του εἰς τὴν
Πατμιάδα τοῦ Γένους Σχολὴ. Ἡ δεύτερη μαθητεία ἦτο μεστή καὶ αὐστηρῶς ὀργανωμένη.
Εἰς τήν Πατμιάδα ἐδίδασκον κατηρτισμένοι καθηγηταί, διδάκτορες πανεπιστημίων, ἐνῶ
τό σύστημα διδασκαλίας ἐδραιωνόταν εἰς τάς ἀνθρωπιστικάς σπουδάς , εἰς τὰ
φιλολογικά, θεολογικά καὶ μουσικά γνωστικά ἀντικείμενα καὶ τὸ οἰκοτροφεῖον καὶ τὸ
σχολεῖον ὑπῆρξε ἐνεργός πυρήνας τῶν καινοφανῶν ἐκπαιδευτικῶν συστημάτων ,
καθότι ὁ Πρώτος Σχολάρχης καὶ Γέροντας τοῦ Μακαριστοῦ, πατήρ Μελέτιος
Γαλανόπουλος (μετέπειτα Μητροπολίτης Κυθήρων), ἐκόμισε τό γερμανικόν παιδαγωγικόν
σύστημα μέ πρῶτον γνωστικόν ἀντικείμενον ἡ γυμναστική, ἡ ἐμφύτευσις δένδρων καὶ
εἰς τόν κάθε μαθητὴν παρεχωρεῖτο ἕνα παρτέριον διά καλλιέργειαν τῶν δέντρων ποὺ
ἐφρόντιζε. Αἱ ἀκολουθίαι εἰς τήν Πατμιάδα ἦτο ἄοκνες, ἐπὶ καθημερινῆς βάσεως, ἡ
ἀνάγνωσις εἰς τὴν τραπεζαρίαν, αἱ υπηρεσίαι μετά προγραμματισμοῦ καί σχεδιασμοῦ
διά τόν κάθε μαθητήν εἰς τὸ οἰκοτροφεῖον, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἰς τὸ Σχολεῖον, εἰς
τὴν Βιβλιοθήκην. Πολλὰκις μοι ἐδιηγεῖτο
περὶ τῶν ἐλλογιμοτάτων ἀειμνήστων αὐτοῦ , καθηγητῶν κ.κ. Κορναράκη, Χρυσοχόου, Μαυρουδῆ,
Κολάρου, Παντελιοῦ, π. Θεοδωρήτου καὶ ἄλλων παιδαγωγῶν. Ἰδιαιτέρωςδέ ὅμως τὸν εἶχεν
ἐντυπωσιάσει ὁ Γέροντας Παῦλος Νικηταρᾶς, ὁ πρωτόκλητος Υἱός τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου
ὡς καθηγητὴς αὐτοῦ, διὰ τὸ ἦθος, τὴν αὐστηρότητα τήν διδακτικήν μέθοδόν Του, τὰς
ἐρωτήσεις ποὺ τοῦ ὑπέβαλλε ,τήν δημιουργίαν ἑνός ἐποικοδομητικοῦ διαλόγου, τὰς
εὐστρόφους καὶ κατατοπιστικὰς ἀπαντήσεις τοῦ Γέροντος Παύλου. Αὕτη ἡ παιδεία τὸν
ἐπαίδευσε, τὸν διέπλασε αὐτάρκη, αὐτόνομον , ὁλιγαρκῆ καί περίφροντι. Τοιουτοτρόπως ὁ
νέος Στυλιανὸς Τσιριγώτης ἤρξατο τὸ ταξίδιον αὐτοῦ εἰς τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, ἐπιμελής
καὶ ὀξὺνους . Ὁ Μακαριστός Σεβασμιώτατος
Ἐλαίας γεννήθηκε στὸ χωρίον Βελιὲς Λακωνίας τὸ ἔτος 1941. Ἐσπούδασε εἰς τήν
Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης, ἔως ἀναστολῆς τῆς λειτουργίας της, το ἔτος 1971 καί
συνέχισε τάς σπουδάς του εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν Ἀθηνῶν, ἐκ τῆς ὁποίας καί ἀπεφοίτησε
τὸ 1974. Το 1979 ἀνηγορεύθη διδάκτωρ τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Γκρενόμπλ τῆς Ἀνατολικῆς
Γαλλίας. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ
του πορεία ἄρχεται εἰς τὴν ἱεράν Μονὴν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης, ὅταν
τὸ 1963 ἐκάρη μοναχὸς. Ἐχειροτονήθη Διάκονος τό 1964 καὶ πρεσβύτερος τό 1967 ἐκ
τοῦ Μητροπολίτου Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης Κυπριανοῦ. Διετέλεσε Ἠγούμενος εἰς τήν
ἱεράν Μονὴν τῆς Μετανοίας Του ἐκ τοῦ ἔτους 1968 ἕως καί τὸ 1976. Τό 1978 διωρίσθη
καθηγητὴς στὴν Πατμιάδα Σχολὴ καὶ ἀπεσπάσθη εἰς τὴν Περσία ὡς Πατριαρχικὸς Ἔξαρχος
καὶ Διευθυντὴς τῆς ἐκεῖ Ἑλληνικῆς Σχολῆς. Εἰς τήν συνέχειαν διετέλεσε
Καθηγούμενος τῆς ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Μονῆς
Βλατάδων ἐκ τοῦ 1980 ἕως τό 1985. Τό 1984 ἐχειροτονήθη
Ἐπίσκοπος Ελαίας. Τό 2004 ἐνεγράφη ὡς ἐπίτιμος Ἀδελφὸς τῆς ἱερᾶς Μονῆς Πάτμου Τῆς
ὁποίας καὶ ἀφιέρωσε πολλὰ τιμαλφῆ, ἐκφράζων ἐμπράκτως τήν εὐγνωμοσύνην αὐτοῦ πρὸς
τούς Πάτμιους Πατέρας τῆς ἱερᾶς Μονῆς, οἱ ὁποῖοι τόν συνέδραμαν ὑλικῶς καὶ
πνευματικῶς. Τήν 10ην Ἰανουαρίου
2023 προήχθη εἰς ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτη ἔχοντας τόν αὐτόν τίτλον . Ἐρχόμενος εἰς την ἱεράν
Νῆσον Πάτμον ἀνεκαινίσθη ὡς «ἀετοῦ ἡ νεότης του». Ὑπῆρξε ἐμβριθής γνώστης καί ἄοκνος
μελετητής τῶν Πατμιακῶν θεμάτων καὶ διαπρύσιος ὑπέρμαχος τοῦ ἰδιοκτησιακοῦ τῆς Ἱερᾶς,
Βασιλικῆς, Πατριαρχικῆς, Σταυροπηγιακῆς, Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
Πολλάκις εἰς τὰ κηρύγματά Του διὰ τὸν Ὅσιον Χριστόδουλον ἐτόνιζε μετά ἰδιαιτέρας
ἐπιτάσεως τὰ περὶ «Χρυσοβούλου τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ», διά τοῦτο
και ἠσχολήθη ἐρευνητικῶς μὲ τὸ θέμα καὶ συνέγραψε καὶ μονογραφία. Ἐθαύμαζε τὸ
Πατμιακὸν Τυπικόν τό ὁποῖον ἐδράζεται εἰς τό Λατρινὸν Τυπικόν καὶ μεθοῦσε μέ τὰ
παραδοσιακὰ μέλη τῆς Πάτμου ποὺ ἔχουν ρυθμὸν καί ἀρμονίαν ὡσάν τὸ
κῦμα τῆς θαλλάσης καὶ ἐνάργεια σαγηνεύουσα . Διεπίστωνε ἰδίοις ὄμμασι
τόν κόπον, τὴν ἀγάπην καί τήν περίφροντι ἐνασχόλησιν τῶν Πατέρων μέ τούς
Θησαρούς τῆς ἱερᾶς Μονῆς ,μέ τάς συλλογάς τάς μουσειακάς, τὰ ἀργυρὰ, τάς εἰκόνας,
τὰ ὑφάσματα, τὰ ἀφιερώματα, τὰ χειρόγραφα, τὰ παλαίτυπα. Διά τοῦτο καὶ ἐνεπλούτισε
τάς συλλογάς τῆς Γεραρᾶς Μονῆς μετά ἰδικῶν του τιμαλφῶν. Συνέδραμε ἰδιαιτέρως
καὶ εἰς τὸ ἱερόν Μετόχιον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Μορτεροῦ καὶ εἰς διάφορας ἀποστολάς
ποὺ τοῦ ἀνέθετε ἡ ἰερά Μονὴ. Ἡ ἀφοσίωσίς του εἰς
τό Φανάριον ἦτο ἀληθής καί βαθεῖα, καρπός μεθέξεως, παιδείας καί βιώματος καὶ ὁ
σεβασμὸς Του εἰς το Πρωτόθρονον τῆς Οἰκουμένης διηνεκής και ἀρραγής. Ἡ Μήτηρ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἠγαπήθη σφόδρα ὑπό
τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχου, ἀλλά ἰσορρόπως καί ἰσοτρόπως ἴστατο εὐλαβῶς καί μετά παραδειγματικῆς ἀφοσιώσεως εἰς τά μοναχικὰ
θέσμια, εἰς τούς ἀγωνιστάς κληρικούς, μοναχούς, λαϊκούς χριστιανούς ἦτο
παραδειγματική. Εἶχες πολιέ Γέροντα
Ελαίας Θεοδώρητε τὴν ἀνωτερότητα, τήν ἁγιοφροσύνην, τὴν τάξιν, τὴν προκοπήν, τὴν
παράδοσιν, τὴν ὑπεράσπισιν, τοὺς θεσμούς, τὴν πατρίδα, τοὺς ἥρωας (ὡς θησαυροὺς),
τὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, τὴν ἱερᾶν Μονὴν τῆς Πάτμου, τὴν Μονεμβασίαν ὡς
θησαυροὺς εἰς τόν βίον Σου. Πορεύου ἐν χώρᾳ
ζώντων καὶ οἱ Ἅγιοι Σου Ἰωάννης, ὁ Ἠγαπημένος καὶ Γρηγόριος ὁ Καππαδόκης , οἱ Θεολόγοι ,ποὺ ἠγάπησες
καὶ ἐμελέτησες, ὁ ἐξ Ἐλαίας ἕλκων
τὴν καταγωγὴν, Ὅσιος Παῦλος ὁ Λατρηνός, ὁ τῆς Μονῆς τοῦ Στύλου κτήτωρ καὶ
Καθηγούμενος, ὁ Ὁλόσωμος ἡμῶν πατὴρ καὶ Καθηγούμενος Πάτμου, ὁ Πολυώνυμος
Χριστόδουλος ὁ Λατρηνός καί ὁ Ἁγιοκαταταχθεὶς Ὅσιος Ἀμφιλόχιος Καθηγούμενος
Πάτμου νά σέ εἰσοδεύσουν
εἰς τὸν θρόνον τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου ποὺ ἐκ νεότητος ἠγωνιζόσουν νὰ πλησιάσεις. Ἡ Ἀποστολική Ἐλαία
ἀποχαιρετᾶ τόν τῆς Μαρτυρικῆς Ἰωνίας Ἐπίσκοπόν Της. Ἡ παιδιόθεν ὁραματιζομένη
ἀφὴ τῶν ἑπτὰ Λυχνιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας , τὸ παμμέγα καὶ πανίερον τοῦτο ἔργον,
πού τόσο ἐπόθησες νά ἴδῃς, ἡ παρακαταθήκη καί διαθήκη τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀμφιλοχίου
,πού τόσο ἠγάπησες, ἀφήνεται εἰς τάς δικάς μας ἀσυμμέτρους καί ἀσθενεῖς
δυνάμεις! Ὁ Ἅγιος
Καθηγούμενος Πάτμου Γέροντας Κύριλλος καὶ οἱ ἀδελφοί τῆς Παλαιφάτου Μονῆς τοῦ
Θεολόγου θὰ σέ μνημονεύουμεν εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἐνεθυμούμενοι τὸν Σοφὸν, τόν
Φίλον, τόν Διδάσκαλον, τόν Σύμβουλον καὶ Ἀφιερωτήν. Θεοδωρήτου τοῦ
Σεβασμιωτάτου καὶ θεοπροβλήτου Μητροπολίτου Ἐλαίας αἰωνία ἡ μνήμη! Ἔργα:
.............................................................................................................................. Ἅγιος Μακάριος ὁ Καλογεράς, ὁ Διδάσκαλος τοῦ Γένους |
τοῦ Ἀρχιμ. Ἀντίπα
Νικηταρᾶ, Δρ. Θεολογίας,
πρώην
Πατριαρχικοῦ Ἐξάρχου Πάτμου
Βιογραφία
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Καλογερᾶς, γεννημένος στὴν Πάτμο τὸ
1688 μ.Χ., ἀποτέλεσε μίαν ἀπὸ τὶς σημαντικότερες φυσιογνωμίες τῆς Ὀρθοδοξίας
καὶ τοῦ Γένους. Γόνος εὐκατάστατης οἰκογενείας, ἀνατράφηκε σὲ περιβάλλον
πνευματικῆς καλλιέργειας, ὅπου τὰ μοναστικὰ ἰδανικὰ καὶ ἡ χριστιανικὴ πίστη κυριαρχοῦσαν.
Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἔδειξε ἰδιαίτερη ἔφεση στὰ γράμματα, καθὼς καὶ ζῆλο γιὰ τὴν
πνευματικὴ καλλιέργεια[1]. Ἡ
ἔφεση τοῦ Μακαρίου γιὰ τὰ γράμματα, καθὼς καὶ ἡ σύνεσή του, ἐνεθάρρυναν τοὺς
προεστῶτες τῆς Μονῆς νὰ τὸν στείλουν στὴν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, ὅπου
διέπρεψε καὶ ἀνέπτυξε βαθύτατη παιδεία. Στὴ Βασιλεύουσα τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία
νὰ γνωριστεῖ καὶ νὰ συνδεθεῖ μὲ ἀνυπόκριτη φιλία μὲ τοὺς μετέπειτα Πατριάρχες
Ἱεροσολύμων Χρύσανθο καὶ Μελέτιο, καθὼς καὶ μὲ πολλοὺς κληρικοὺς τῶν Ἁγίων
Τόπων καὶ τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ. Στὸν κύκλο τῶν λογίων τῆς Πόλης, ἦρθε σὲ ἐπαφὴ
καὶ μὲ σημαντικὲς Φαναριώτικες οἰκογένειες ὅπως τοῦ ἐξ Ἀπορρήτων Ἀλέξανδρου
Μαυροκορδάτου, τοῦ ἄλλοτε καθηγητῆ τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς Ἰωάννη
Καρυοφίλη ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν Οἶκο των Ὑψηλάντηδων.[2]
Κατὰ τὰ φοιτητικὰ του χρόνια, ἡ γνωριμία του μὲ τὸν
ἱεροκήρυκα καὶ διδάσκαλο τοῦ Γένους, Ἀγάπιο Βουλησμᾶ, ἐνίσχυσε τὸν ζῆλο του γιὰ
τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸ Γένος. Οἱ ἀλληλογραφίες του μὲ Πατριάρχες, μοναχούς καὶ
ἐπιφανεῖς ἡγεμόνες ἐνίσχυσαν τὴν ἐπίδρασή του καὶ διευκόλυναν τὴν ὑλοποίηση τοῦ
ὁράματός του γιὰ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία.
Στὴν Κωνσταντινούπολη γνώρισε τὸν προστάτη του, τὸν
Μητροπολίτη Νικομηδείας Παρθένιο, ὁ ὁποῖος τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ὁ Μακάριος,
πρὸς ἔκπληξη πολλῶν, δὲν ἐπέλεξε νὰ προαχθεῖ στὸν ἀνωτέρο ἐκκλησιαστικὸ βαθμό,
θεωρῶντας τὶς ὑποχρεώσεις τοῦ Ἱερέα ὑψηλότερες τῶν δυνατοτήτων του καὶ
ἀσυμβίβαστες μὲ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν μοναχική ζωή καὶ τὴ νήψη. Ἡ ταπεινότητά
του καὶ ἡ προσήλωσή του στὸ πνευματικὸ καθῆκον τὸν κατέστησαν ἀξιοσέβαστο καὶ
ἐκτιμώμενο. Ὡς ἀρχιδιάκονος στὴ Μητρόπολη Νικομηδείας, διακρίθηκε γιὰ τὴν
σεμνότητά του καὶ ὁ Μητροπολίτης Παρθένιος, ὅπως σημειώνει ὁ Ἀλέξανδρος
Τυρναβίτης, ἐπανειλημμένα τοῦ πρότεινε νὰ παραχωρήσει τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο,
ἀλλὰ δὲν κατάφερε νὰ τὸν πείσει: «Ὁ γέρων αὐτοῦ πολλάκις αὐτῷ παραχωρῆσαι
τοῦ θρόνου βιάσας, οὐκ ἔπεισεν· οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μυριάκις εἰς τὴν ἐνεγκοῦσαν
ἐπανακάμψαντι οὐκ ἐπέτρεψεν, τοιούτου σοφοῦ ἀνδρὸς τὴν ἀπουσίαν μὴ ἀνεχόμενος».[3]
Ὁ Ἅγιος Μακάριος, ἐμφορούμενος ἀπὸ βαθεῖα συνείδηση τῆς
πνευματικῆς βαρύτητας καὶ τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ ἀξιώματος τῆς Ἱεροσύνης,
ἀντιλαμβανόταν τὴν εὐθύνη ποὺ συνεπάγεται ἡ διακονία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀπορρέει καὶ
ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Λόγῳ αὐτῆς τῆς βαθιᾶς
ἐνσυναίσθησης, ἀπέφευγε νὰ ἀναλάβει τὸν ἀνώτερο βαθμὸ τῆς Ἱεροσύνης, ἐξηγώντας:
«Τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροσύνης εἶναι ὑπέρτατον ἁπάντων. Ὑπέρτερα καὶ ὑψηλότερα
παντὸς τοῦ λαοῦ ὀφείλει νὰ εἶναι τὰ ἔργα τοῦ ἱερέως».
Ἡ προσήλωσή του στὴν πνευματικὴ του ἀποστολή καὶ ἡ ἄρνησή
του νὰ ὑποκύψει στὶς κοινωνικὲς φιλοδοξίες καταδεικνύουν τὸ βάθος τῆς
ταπεινότητάς του καὶ τὴν ἀφοσίωσή του στὸ Θεῖο. Ἡ ζέουσα ἀγωνιστικὴ καρδιὰ τοῦ
Ἁγίου Μακαρίου δὲν περιορίζεται στὴν ἀναγνώριση τῆς ἀξίας τῆς Ἱεροσύνης μόνο,
ἀλλὰ ἀναζητεῖ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν γνώρισμα τῶν πνευματικῶς
τελείων. Ὁ Βάρσκυ, σὲ ἕνα συγκινητικὸ σχόλιό του, σημειώνει: «Ἐγκαταλείποντας
τὸν ἐπίσκοπο, τὶς τιμές, τὴν δόξαν καὶ τὰ ὁμοῖα, καὶ χωρὶς καν νὰ χειροτονηθεῖ
Ἱερεύς, ἐπέστρεψε στὴν Πάτμο, τὴν πατρίδα του».[4]
Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ Μακαρίου δὲν ἦταν τυχαία, ἀλλὰ ἐσκεμμένη,
ὡς μιὰ ἐσωτερικὴ ἀπάντηση στὴν ἔφεσή του γιὰ ἀσκητικὴ ζωή, βαθύτερη πνευματικὴ
πρόοδο καὶ μία ἀναγέννηση τοῦ Γένους. Ὁ διδάσκαλός του, Ἰάκωβος Μάνος,
ἀναγνωρίζει αὐτὴν τὴν ἀφιέρωση καὶ τὴν ἐκφράζει μὲ τὰ λόγια: «Κατοίκησιν
ἐξελέξω, ἐν ᾗ οὔτε τε τῶν ἐνδωδίμων ἐπιφύεται», ὑπογραμμίζοντας τὴν
προτίμηση τοῦ Μακαρίου γιὰ τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν πνευματική του ἀπομόνωση.
Ἐπιστρέφοντας στὴν Πάτμο, ὁ Μακάριος ἀφιέρωσε τὴ ζωὴ του
στὴν πνευματικὴ ἄσκηση καὶ στὴν ἀνασύσταση τοῦ Γένους. Ἡ προσηλώση του στὴν
ἡσυχαστικὴ ζωὴ καὶ ἡ μελέτη ἀσκητικῶν κειμένων τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ ἀναδείξει ἕνα
μόνιμο πνευματικὸ ὑπόδειγμα. Τὸ κελλί του κατέστη τόπος ἀσκήσεως, παιδείας, καὶ
ἐπικοινωνίας μὲ μοναχοὺς καὶ προσκυνητές. Μέσα ἀπὸ τὴν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ του,
ὄχι μόνον ἐξυπηρετοῦσε πνευματικὰ τοὺς κατοίκους τῆς Πάτμου, ἀλλὰ καὶ
διατηροῦσε ἐπαφὲς μὲ μοναστικὲς κοινότητες τοῦ Σινᾶ καὶ τοῦ Ἄθω. Ἡ πνευματική
του ζωή ἀντανακλοῦσε τό ἔνθεο βίωμα ποὺ ἔθετε τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀσκητικὴ
βίωση ὡς βασικά στοιχεία τοῦ χριστιανικοῦ βίου.[5] Ὁ
Ἅγιος Μακάριος δικαίως χαρακτηρίζεται ὡς «τὸ ἱερώτατον βλάστημα τῆς Πάτμου καὶ
τὸ ἐξαίσιον κλέος τῆς Πατμιάδος». Φώτιζε μὲ τὴν εὐαγγελικὴ ζωή του, τὴν
διδασκαλία του καὶ τὰ ἔργα ἀγιότητάς του, ὄχι μόνον τὴν τοπικὴ ἐκκλησία, ἀλλὰ
καὶ τὸ στερέωμα τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας.[6]
Ἵδρυση Πατμιάδος Σχολῆς
Τὸ 1713, ἐπιστρέφοντας στὴν Πάτμο, ὁ Μακάριος ἴδρυσε τὴν
Πατμιάδα Σχολή, σὲ μία περίοδο δυσχερῆ γιὰ τὸν ὑπόδουλο ἑλληνισμό. Ἡ σχολὴ,
ἀρχικὰ γνωστὴ ὡς "ἔνδον τῆς Ἀποκαλύψεως Φροντιστήριον",
ἀποτελοῦσε τόπο συνδυασμοῦ μοναχικῆς ἄσκησης καὶ ἀκαδημαϊκῆς παιδείας. Ἡ
τοποθεσία της, κοντὰ στὸ Ἱερὸ Σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως, προσέφερε κατάνυξη καὶ ἠσυχία,
ἐμπνέοντας τὸν πνευματικὸ καὶ παιδευτικὸ της χαρακτῆρα.
Ἡ σχολὴ ἐπισήμως ἀναγνωρίστηκε μέσω πατριαρχικοῦ
σιγιλίου, γεγονὸς ποὺ ἀναδεικνύει τὸ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας
καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη της στὸ ὅραμα τοῦ Μακαρίου. Παρ' ὅλη τὴν ἐπισημότητα, ὁ
Μακάριος, ἀκολουθῶντας ταπεινό φρόνημα ἀπέφευγε τὴν μεγαλοστομία καὶ ὀνομάτιζε
τὴν ἱδρυμένη σχολή του ἀπλῶς «σχολεῖον» ἢ «φροντιστήριον». Ἐν τούτοις,
ἐπισκέπτες καὶ ἀπόφοιτοι δὲν ἦταν τόσο περιορισμένοι στὶς περιγραφές τους,
καθὼς χαρακτηρίζαν τὴν Πατμιάδα ὡς "Πανεπιστήμιο τοῦ Αἰγαίου"
ἢ "Γυμνάσιο τοῦ Ἀρχιπελάγους".
Αὐτὴ ἡ σχολὴ ἀνεδείχθη ὡς τόπος πνευματικῆς καὶ
ἐκπαιδευτικῆς ἀνάπτυξης, ἀναδεικνύοντας προσωπικότητες μὲ τεραστία ἐπιρροή. Ἅγιοι
καὶ Ἥρωες τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδας μας κοσμοῦν τὸ «Μαθητολόγιο» τῆς Σχολῆς:
ἀπὸ αὐτὴν ἀποφοίτησαν οἱ Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες Κύριλλος ὁ Ε’ καὶ Γρηγόριος ὁ
Ε’ ὁ Ἐθνομάρτυρας, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος Παγκώστας ὁ Πάτμιος, ὁ
Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος, ὁ Ἅγιος Δωρόθεος Πρώιος, Μητροπολίτης
Ἀδριανουπόλεως, ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Πλάτων Ἀϊβαζίδης ὁ Πάτμιος, Πρωτοσύγκελλος
τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Καστορίας καὶ Ἀμασείας, ὁ πρωτεργάτης τῆς Φιλικῆς
Ἑταιρείας Ἐμμανουὴλ Ξάνθος ὁ Πάτμιος, ὁ Δημήτριος Θέμελης ὁ ὑπερασπιστὴς τοῦ
Μεσολογγίου, ἐπίσης Πάτμιος, πλειάδα Ἱερέων καὶ Ἱερομονάχων, καθὼς καὶ λοιπῶν
λογάδων τοῦ Γένους, οἱ ὁποῖοι συνετέλεσαν τὰ μέγιστα στὴ θρησκευτικὴ καὶ
πνευματικὴ ἀφύπνιση τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων καὶ ἐργάσθηκαν ἰδίως, ἐναντίον τῶν
ἐξισλαμισμῶν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἡ συμβολὴ τοῦ Μακαρίου στὴν πνευματικὴ
ἀναγέννηση τοῦ Γένους ὑπῆρξε καταλυτική, προσφέροντας στὴν ἑλληνικὴ παιδεία μία
ἀναλαμπὴ ἐλπίδας καὶ προοπτικῆς. [7]
Μέσα ἀπὸ τὶς θυσίες τοῦ Μακαρίου, ἡ Πατμιάδα ἐξελίχθηκε
σὲ ἕνα μοναδικὸ κέντρο μάθησης, προσελκύοντας μαθητὲς ἀπὸ ὅλο τὸ Αἰγαῖο καὶ
ἄλλα μέρη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ Σχολὴ λειτουργοῦσε ὡς χωνευτήρι
χαρακτήρων, ἐξισορροπῶντας ποικίλες προσωπικότητες καὶ δημιουργῶντας μία
μοναδικὴ μαθητικὴ κοινότητα. Ὁ Μακάριος ἐπεδίδετο μὲ ἀκάματο ζῆλο στὴ φροντίδα
τῶν σπουδαστῶν, διασφαλίζοντας τὴν ὑγεία, τὴ διαμονή, τὴ σίτιση, καὶ τὴ
χρηματοδότηση τους, ἐνῶ κανεὶς δὲν ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ καταβάλλει χρήματα γιὰ
τὴ φόιτηση. Ἡ ἀγάπη του καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του ἐπέτρεπαν στὸν καθένα νὰ
ἐξελίσσεται σὲ μία ισχυρὴ καὶ διαρκῆ πνευματικὴ πορεία. Στὸ διάστημα τῆς ζωῆς
τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν τῆς Πατμιᾶδος Σχολῆς παρουσίασε
σημαντική ἄνοδο. Ἡ ἄνοδος αὐτὴ ὁδήγησε στὴν ἀνάγκη ἱδρύσεως νέου κτιρίου, ὥστε
νὰ καλυφθοῦν οἱ λειτουργικὲς ἀνάγκες τῆς Σχολῆς. Εὐτυχῶς, ἡ σχολὴ στηρίχθηκε
ἀπὸ φιλοπάτριδες δωρητές, οἱ ὁποῖοι συνεισέφεραν γενναιόδωρα στὶς ἀνάγκες της.
Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ Μανουὴλ Ὑψηλάντης, καθὼς καὶ ἄλλοι
ἐπιφανεῖς ὁμογενεῖς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ προσέφεραν 10.000 πενιές (5.000
γρόσια), διασφαλίζοντας ὅτι τὰ λειτουργικὰ ἔξοδα τῆς Σχολῆς θὰ καλύπτονταν ἀπὸ
τοὺς τόκους.[8]
Παράλληλα, ὁ Μακάριος ἔδειχνε μεγάλη φροντίδα γιὰ τοὺς
μαθητὲς του, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔδειχναν συνέπεια στὸ πρόγραμμα ἢ
ἀποδεικνύονταν ἀνεπίδεκτοι μάθησης. Ὅταν ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὴ Σχολή, τοὺς
ἐφοδίαζε μὲ τὰ ἀπαραίτητα χρήματα γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους καὶ συνεχίζε νὰ τοὺς
στηρίζει μὲ ἀλληλογραφία. Ἀνάμεσα στὸ διδακτικὸ προσωπικό, ὁ Μακάριος προσέλαβε
δύο διακεκριμένους μαθητές, τοὺς Ἱερομονάχους Κοσμᾶ τὸν Λημνιὸ καὶ Γεράσιμο τὸν
Βυζάντιο, ὡς ὑποδιδασκάλους. Οἱ δύο αὐτοὶ συνεργάτες ἐργάστηκαν μὲ ζῆλο γιὰ τὴν
ἀκαδημαϊκὴ καὶ πνευματικὴ πρόοδο τῶν μαθητῶν, συμβάλλοντας στὴν καλλιέργεια τῶν
ἀρετῶν τοῦ Εὐαγγελίου.[9]
Μολονότι ὁ Μακάριος ἀντιμετώπιζε μυρίους κόπους,
στερήσεις καὶ θυσίες, δὲν σταμάτησε νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴ διάδοση τοῦ φωτὸς τοῦ
Χριστοῦ, ἀκόμη καὶ ὅταν ἐκτελοῦσε καθήκοντα σὲ περιοχὲς ποὺ ἦταν ὑπὸ τουρκικὴ
κατοχή. Ἡ προσφορά του παραμένει λαμπρὸ ὑπόδειγμα θυσίας καὶ ἀφοσίωσης στὴν
παιδεία καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.
Γιὰ τὶς ἀκαδημαϊκὲς ἀνάγκες, ὁ Μὰκάριος δημιούργησε
βιβλιοθήκη ποὺ περιείχε πατερικὰ κέίμενα, καθὼς καὶ ἄλλα ἐργα, τὰ ὁποῖα τοῦ
ἔστειλαν γνωστοί του, κυρίως ἀπὸ τὴ Πόλη, τὴν Χίο καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη. Μάλιστα,
μιὰ μεγάλη δωρεὰ βιβλίων μὲ Πατερικὰ κείμενα, ποὺ δὲν διέθετε ἡ Σχολή, ἔκανε ὁ
Πάτμιος Ἰωάννης Γερμανὸς ἢ Πατινιώτης, ὁ ὁποῖος ἦταν ἔμπορος στὴν Ἱσπανία. Ἐπιπλέον,
ἡ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς ἔπαιζε καθοριστικὸ ρόλο στὴν ἐκπαίδευση, παρ' ὅλα αὐτά,
ἡ ἔλλειψη ἐπαρκῶν βιβλίων ὁδηγοῦσε στὴ δημιουργία ἐνὸς ἐργαστηρίου
βιβλιοαντιγραφῆς, ὅπου κατασκευάζονταν βοηθήματα γιὰ δασκάλους καὶ μαθητές. Τὰ
«μαθητάρια» ποὺ διασώζονται σήμερα σε βιβλιοθήκες τῆς Πάτμου καὶ ἄλλων
περιοχῶν, ἀποτελοῦν πολύτιμες μαρτυρίες γιὰ τὸ παιδευτικὸ ἔργο τῆς Σχολῆς.[10]
Ἁπλοί Μοναχοί, ἀλλὰ καὶ Πατριάρχες, συγκαταλέγονται
μεταξὺ τῶν ἀποφοίτων τῆς Πατμιάδας καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἵδρυσαν καὶ
λειτούργησαν σὲ διάφορες περιοχές σχολές, τύπου Πατμιάδος, ὅπως ἡ Εὐαγγελικὴ
Σχολὴ τῆς Σμύρνης, ἡ Σχολή τῆς Λέρου, τῆς Πάρου, ἡ Ἀθωνιάδα, ἡ Σχολὴ στὸ
Διδυμότειχο, στὴ Μυτιλήνη, στὸ Χαλέπι καὶ στὴν Τρίπολη τῆς Συρίας, τοῦ Τιμίου
Σταυροῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν Καισάρεια καὶ ἀλλοῦ. [11]
Μαθήματα καὶ Τρόπος Διδασκαλίας
Ἔχοντας ὡς πρότυπο τὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, ὁ Μακάριος
ὀργάνωσε τὸν κύκλο τῶν μαθημάτων διατηρώντας ταυτοχρόνως τὸ μοναστικὸ ὕφος τοῦ
χώρου. Οἱ μαθητὲς συνδέαν τὴν πνευματικὴ παιδεία μὲ τὴν ἄσκηση, ἐνώ ἡ ἀπομόνωση
ποὺ προσέφερε ὁ χῶρος τοὺς ἐπέτρεπε νὰ ἀφοσιωθοῦν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ στὴ
μελέτη. Ἐπιπλέον, ὁρισμένοι χῶροι τῆς Ἀποκαλύψεως ἐξυπηρετοῦσαν ὡς αἴθουσες
διδασκαλίας, ἀλλὰ καὶ ὡς κοιτῶνες γιὰ τοὺς μαθητές.
Οἱ πρῶτοι μαθητὲς προῆλθαν ἀπὸ τὴν Πάτμο καὶ τὰ γύρω
νησιά. Ὁ ζῆλος τοῦ Μακαρίου γιὰ τὴ Σχολή, οἱ θυσίες του γιὰ τὴν μόρφωση καὶ τὴ
διαπαιδαγώγηση τῶν μαθητῶν, καθὼς καὶ ἡ ἀγάπη, ἡ ἀκάματη ἐργατικότητα καὶ ἡ
ὑπομονή του, ἐξάπλωσαν τὴ φήμη τῆς Σχολῆς πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ νησιοῦ. Πλῆθος
μαθητῶν κατέκλυσε τὴ Σχολή, ἐνῶ προσκυνητὲς ἀπὸ τὴν Πάτμο καὶ ἄλλες περιοχὲς
προσέτρεχαν νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν τὸν ἅγιο τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων. Τὰ
μαθήματα στη Σχολὴ παρεχόνταν δωρεάν, φαινόμενο μοναδικὸ γιὰ τὰ χρονικὰ τῆς παιδείας
τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνισμοῦ.[12]
Ἡ διδασκαλία τοῦ Μακαρίου ἦταν μία ἰδιαίτερη σύνθεση
θύραθεν καὶ θεολογικῆς παιδείας. Ἡ γραμματική, ἡ λογική, ἡ θεολογία, ἡ
φιλοσοφία, ἡ ἀσματικὴ θεολογία, καθὼς καὶ πρακτικὲς δεξιότητες, ὅπως ἡ γραφὴ
καὶ ἡ ὀρθογραφία, συνδυάζονταν ἄριστα. Τὸν κόπο τῆς διδασκαλίας τῶν μαθημάτων
εἶχε ἐξ ὁλοκλήρου ὁ διδάσκαλος, ἐνῶ ὁ ὑποδιδάσκαλος τὸν βοηθοῦσε στὴν
διδασκαλία καὶ τὴν ἐξέταση τῶν μαθημάτων. Ἂν καὶ ἔπασχε ἀπὸ πολλὲς καὶ συχνὲς
ἀσθένειες, ποτὲ δὲν διέκοψε τὴν διδασκαλία. Μερικὲς φορὲς δίδασκε ἀπὸ τὴν κλίνη
του. Ἀπὸ τὸν μαθητὴ του καὶ συνεργάτη του Ἅγιο Γεράσιμο χαρακτηρίζεται ὡς
«ἄμισθος διδάσκαλος» καὶ ἡ σχολὴ «ἄμισθος Ἀκαδημία». Ἡ διδασκαλία δὲν ἦταν
μόνον προφορικὴ ἀλλὰ καὶ γραπτή. Γιὰ πολλὰ μαθήματα συνέταξε δικά του
ἐγχειρίδια, γραμματική, πάμπολλες θεματογραφίες, ὑποδείγματα στοὺς ἐπιστολικοὺς
τύπους, εἰσαγωγὲς καὶ σχόλια σὲ κείμενα θύραθεν καὶ χριστιανικῶν συγγραφέων,
ἐγχειρίδιο Ρητορικῆς. 400 περίπου ἐπιστολές, κηρύγματα, ὁμιλίες κλπ. Τοὺς
ἀρχαρίους παρακολουθοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Μακάριος. Ὁ Μακάριος Καλογεράς ὑποχρέωνε
τοὺς μαθητὲς νὰ μαθαίνουν τὴν προηγούμενη παράδοση ἀπὸ μνήμης καὶ νὰ τὴν
διηγοῦνται σ’ αὐτὸν χωρὶς κανένα ἄλλο βοηθητικὸ μέσον. Οἱ σπουδὲς δὲν
ὁλοκληρώνονταν σὲ σχολικὰ ἔτη ἀλλὰ σὲ κύκλο μαθημάτων μέχρι ἑνὸς ἔτους! [13]
Α. Μαθήματα πρώτου κύκλου (Γραφὴ, Ἀνάγνωση, Ὀκτώηχος, Ψαλτήρι, Ὀρθογραφία, Ταχυγραφία).
Β. Τὰ ἐγκύκλια μὰθήματα (δευτέρου κύκλου)
(Γραμματικὴ, Ἑρμηνεία κὲίμενων θύραθεν καὶ χριστιανικῶν συγγραφέων, Μεγάλη Θεματογραφία γιὰ γνώσεις γραμματικῆς καὶ συντακτικοῦ, Ἐπιστολικοὶ τύποι).
Γ. Ἡ διδασκαλία τῶν φιλοσοφικῶν μαθημάτων (τρίτου κύκλου)
(Λογικὴ, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει τὴν ψυχολογία, τὴ φιλοσοφία
καὶ τὴ γνωσιολογία καὶ Φυσικὴ, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὰ φιλοσοφήματα καὶ τὶς
πρακτικές).
Δ. Ἡ διδασκαλία τῶν ἐκκλησιαστικῶν μαθημάτων κατὰ
θεολογικοὺς κλάδους (τετάρτου κύκλου) (Δογματικὴ Θεολογία, Ἠθικὴ Θεολογία,
Ἑρμηνευτικῆ, Λειτουργική).
Ε. Ἡ ἀσματικὴ θεολογία (πέμπτου κύκλου) (Βυζαντινὴ
μουσική), δηλ. ἐκπαίδευση στὴν ψαλτικὴ τέχνη, ἐπικεντρωμένη στὴ θεωρία καὶ τὴν
πράξη τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς.
Ἡ παιδαγωγικὴ του μεθόδευση βασιζόταν στὴν προσωπικὴ
σύνδεση μὲ τὸν μαθητή, ἐνώ τὸν χαρακτήριζε ἡ ἀφοσίωση καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς
νέους. Ἡ σχολὴ λειτούργησε σὲ καθεστὼς ἀντιξοότητος, ἀλλὰ ἡ φήμη της
ἐξαπλώθηκε, προσφέροντας στοὺς μαθητὲς εὐκαιρίες ποὺ ξεπερνοῦσαν τὰ ὅρια τοῦ
νησιοῦ.[14]
Στὴν παιδαγωγικὴ του ἔδινε ἔμφαση στὴν ἄσκηση καὶ στὴν παιδεία, θεωρῶντας ὅτι ἡ
ἀρετὴ καὶ ἡ σοφία εἶναι οἱ δύο πυλῶνες μίας γνήσιας ἐκπαίδευσης. Στὴ διδασκαλία
του ἐπικαλοῦνταν ἀρχαίους συγγραφεῖς, ὅπως τὸν Ἰσοκράτη, ποὺ θεωροῦσε τὴν
παιδεία «κτῆμα ἀθάνατο» καὶ τὸν Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος τὴν περιέγραφε ὡς «φῶς τῆς
ψυχῆς». Ὁ Μακάριος προσέθετε ὅτι ἡ παιδεία ἀποτελεῖ τὸν «ἀληθινὸ στολισμὸ τῆς
ψυχῆς». [15]
Μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ παιδαγωγικὴ καλλιεργεῖται
μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ αὐτὴ ἡ προσέγγιση ἀποτυπώνεται στὸ παιδαγωγικὸ ἔργο τοῦ
Μακαρίου. Ἡ διδασκαλία του χαρακτηρίζετο ἀπὸ ἁπλότητα καὶ προσήνεια, καθὼς
ἔσκυβε μὲ πραγματικὸ ἐνδιαφέρον πάνω ἀπὸ τὸν κάθε μαθητὴ προσωπικά. Παρὰ τὶς
δυσχέρειες τῆς ἐποχῆς, ὅπως οἱ κίνδυνοι ἀπὸ πειρατές, ἡ ταλαιπωρία τῆς
ἀσκήσεως, καὶ οἱ ἀσθένειες, οἱ μαθητὲς τοῦ Μακαρίου ἔδειχναν ἄοκνο ζῆλο γιὰ νὰ
μαθητεύσουν κοντὰ του. Ἀκόμα καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀπομακρύνονταν δὲν ἔτρεφαν δυσαρέσκεια,
καθὼς ὁ Μακάριος καυτηρίαζε μὲν τὰ ἐλαττώματά τους, ἀλλὰ τοὺς παρότρυνε πρὸς
τὴν ἀρετή καὶ τὴ σωτηρία, θεωρῶντας τὴν «μεγίστη φροντὶς καὶ πραγματεία τοῖς
γε νοῦν ἔχουσιν».
Ἐπικεντρωνόταν στὴν ἀνάπτυξη τῆς ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς
καλλιέργειας τῶν μαθητῶν, ἐνώ ἀπέφευγε τὴν ἔμφαση μόνον στὴν ὕλη καὶ στὶς
ἐφήμερες ἀνάγκες. Ἐν τούτοις, στηλίτευε ὅσους ἀκολουθοῦσαν τὸν ἐπίπονο δρόμο
τῆς παιδείας μόνον γιὰ προσωπικὰ ὀφέλη, καταδίκαζε δὲ τὴν παιδεία ἐπὶ ἑφήμερων
ἐξωτερικῶν ἀξιῶν. Ἐδίδασκε ὅτι ἡ γνώση, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ ἀρετή, ἀποτελεῖ τὸ
αὐθεντικὸ θεμέλιο τοῦ λογικοῦ ἀνθρώπου.[16]
Τὸ ἄγρυπνο καὶ διαρκὲς ἐνδιαφέρον τοῦ Μακαρίου γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ προβλήματά της τὸν ἀνέδειξε σὲ πρωταγωνιστὴ στὸν σθεναρὸ ἀγῶνα κατὰ τῆς Λατινικῆς προπαγάνδας. Πρὸς ἀπόδειξιν τῆς πνευματικῆς του δυνάμεως, ὁ Μακάριος ἀναγνωρίστηκε πολὺ νωρίς ὡς ἕνας μέγας διδάσκαλος καὶ ἄριστος ἱεροκήρυκας, προσφέροντας τὶς ὑπηρεσίες του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διδασκαλία του ἀνεδύθη ὡς «δίστομος μάχαιρα κατὰ τῶν αἱρετιζόντων», ἐνώ μὲ τὶς ἐπιστολὲς καὶ τὰ κηρύγματά του ἀντετέθη σθεναρὰ στὶς δοξασίες τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀναμφισβήτητα, ἡ ἔκδοση τοῦ ἔργου του «Εὐαγγελικὴ Σάλπιγξ» προξένησε ἔντονες ἀντιδράσεις ἀπὸ τοὺς Δυτικούς, ὅπου καὶ κατεσχέθη καὶ ἐνεπρήσθη δημοσίως στὴν πλατεία τοῦ Ἁγίου Μάρκου στὴ Βενετία.[17]
Ἐπίλογος
Τὰ πολλὰ ἔτη ἀσθενειῶν καὶ οἱ ἀφόρητοι πόνοι τοῦ Μακαρίου
τοῦ προξένησαν ἀνεπανόρθωτη φθορά, μετά τὰ τέλη τοῦ 1736, ὅταν καὶ ἦταν
κλινήρης καὶ ἀδύναμος νὰ συνεχίσει τὴ διδασκαλία του. Παρ’ ὅλα αὐτά, μὲ
ταπείνωση καὶ εὐλάβεια, προετοιμάστηκε νὰ παρουσιαστεῖ μπρὸς στὸν Κύριο,
γεμάτος χαρὰ καὶ προσμονὴ θριάμβου. Ἐκοιμήθη στις 17 Ἰανουαρίου 1737, ἀφήνοντας
πίσω του τὴν εὐλογημένη φήμη ἑνὸς Ἁγίου ἀνδρός.
Ἡ κοίμησή του ἔφερε βαθύ πόνο καὶ θρῆνο σὲ ὅλους, καθώς
ἔχασαν τὸν ποιμένα, τὸν διδάσκαλο, τὸν πατέρα καὶ προστάτη τους. Χαρακτηρισμοὶ
ὅπως «τὸ θαῦμα τῆς οἰκουμένης», «τὸ τῆς ἀρετῆς καὶ σοφίας ἔμψυχον ἄγαλμα», «ἡ
φιλοτιμία τοῦ γένους», «ὁ ἐν μακαρίοις Μακάριος», καὶ «ὁ συνόμιλος τῶν ἀγγέλων
καὶ τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν καὶ διδασκάλων» ἀποδόθηκαν στὸν ἅγιο.
Ἡ Ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἀναγγέλλοντας τὸ θάνατο τοῦ
Μακαρίου, ἔγραφε: «Ἐκοιμήθη εἰς τὴν ἱερὰν Ἀποκάλυψιν ὁ εὐλογημένος Μακάριος
ὁ σοφότατος διδάσκαλος. Οὗτος ὑπερέβη πάντας τοῦ καιροῦ ἐκείνου διδασκάλους καὶ
κατὰ τὴν ἔσω καὶ ἔξω σοφίαν καὶ ἐγένετο δεύτερος Χρυσόστομος καὶ ποταμὸς
ἀνεξάντλητος εἰς τὰς διδαχάς».
Ἡ ἐπίσημη ἀγιοκατάταξη τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τὸ 1994 ἐπὶ τῆς
ἠγουμενίας τοῦ καθηγουμένου καὶ πατριαρχικοῦ ἐξάρχου Πάτμου, ἐπισκόπου Τράλλεων
Ἰσιδώρου, ἐπλήρωσε μὲ πὸλλὴ χὰρὰ τὰ φὶλόθεα καὶ φὶλάγια τέκνα τῆς Ἐκκλὴσίας τοῦ
Χριστοῦ. Ἐπειδή ὑπερτεροῦσε ἡ ἐορτὴ τοῦ Ἅγίου Ἀντωνίου στὴν Πάτμο, ὡς
πατριαρχικὸς ἔξαρχος καὶ καθηγούμενος, ἡ ἐλαχιστότητά μου εἰσηγήθη τὴν
μεταφορᾶν της ἐορτὴς τοῦ Ἁγίου Μακαρίου στὶς 19 Ἰἀνουαρίου. Ἡ πίστη μας στὴ
ζωντανὴ παρουσία του ἀποτελεῖ καὶ τὴν αἰτία τῆς πνευματικῆς χαρᾶς καὶ
εὐφροσύνης μᾶς σήμερα. Ἐνώνοντάς μᾶς μὲ τὸ ἱερὸ παρελθὸν, βὶώνουμε ὅτι ὁ ἅγιος
Μὰκάριος εἶναι ὁ προεξάρχων τῆς πανηγύρεώς μας.
Τιμῶντας τὸν ἅγιο, τὸν ἐνατενίζουμε παρόντα. Ψάλλοντας πρὸς τιμὴν του ὕμνους καὶ ἐγκώμια, ἀκροώμαστε ἔτι καὶ σήμερον τὸν λόγο τῆς διδασκαλίας του. Μᾶς λέγει νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό, νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ τηρήσουμε τὸ ἅγιο θέλημά του. Νὰ ζητοῦμε ἀσφάλεια στὴν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ζωντανὸς καὶ παρών καὶ νὰ βιώνουμε τὴ ζωὴ μας ὄχι μόνο ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ παρόντος βίου, ἀλλὰ καὶ ἐνὸς διηνεκοῦς πνευματικοῦ γίγνεσθαι. Ἐμεῖς, οἱ ἐλάχιστοι συνεχιστὲς τοῦ ἔργου του, ἀς προσπαθοῦμε νὰ καλλιεργοῦμε τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλπίδα καί τήν ἀισιοδοξία, ἀναζητώντας μὲ ταπείνωση νὰ γίνουμε ἄνθρωποι Θεοῦ, ἐκφράζοντας τὴ χριστιανικότητά μας μὲ συνεχῆ πνευματικὴ ἐπαγρύπνηση.
Ὅσιε Μακάριε, πρέσβευε ὑπὲρ τῆς Σχολῆς σου καὶ πάντων ἡμῶν[18].
Βιβλιογραφία
Ἀλεξάνδρου Τυρναβίτου. (1872). Βίος Μακαρίου τοῦ Πατμίου. Στο Κ.Ν. Σάθα (Επιμ.), Μεσαιωνικὴ Βιβλιοθήκη (Τόμ. Γ΄). Βενετία: Τύποις Αντωνίου Μιλάνη.
Ἀρχιμ. Ναυκράτιος Τσουλκανάκης. (1993). Ἅγιος Μακάριος Καλογερᾶς. Θεσσαλονίκη: Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης.
Ἰακώβου Μάνου. (1984). Ἐπιστολὴ 14. Στὸν Μακάριο Καλογερᾶ. Στο Μνήμη Μητροπολίτου Ἰκονίου Ἰακώβου. Τιμητικός Τόμος. Ἀθήνα: Ἐστία Θεολόγων Χάλκης.
Καθηγουμένου Πάτμου Ἀντίπα (2006). Βίος καὶ Ἀκολουθία τῶν Ἐν Πάτμῳ Διαλαμψάντων Ἁγίων, Ἱερὰ Νῆσος Πάτμος.
Κυρίλλου Κογεράκη, Μητροπολίτου Ρόδου. (2007). Μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Μακαρίου τοῦ Καλογερᾶ τοῦ ἐν Πάτμῳ σοφωτάτου διδασκάλου. Στο Πατμιακὸν Λειμωνάριον (σσ. 153–155). Ἱερὰ Πάτμος: Ἔκδοσις Ἱερὰς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
Μακάριος Καλογερᾶς. (ἔτος δημοσίευσης άγνωστο). Θεματογραφία (ΙΖ΄ 4,18). Χίος: Τυπογραφεῖο Ἱερᾶς Μονῆς Χίου.
Μακάριος Καλογερᾶς.
(1765). Εὐαγγελικὴ Σάλπιγξ. Λειψία: Weidmann.
[1] Μακαρίου Καλογερᾶ, Εὐαγγελικὴ Σάλπιγξ, Ἐν
Λειψίᾳ 1765.
[2] Ἀρχιμ. Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος Καλογερᾶς, Θεσσαλονίκη
1993, σελ. 67.
[3] Ἀλεξάνδρου Τυρναβίτου, Βίος Μακαρίου τοῦ Πατμίου,
στὸ ΚΝ ΣΑΘΑ, Μεσαιωνικὴ Βιβλιοθήκη, τόμ. Γ΄, ἐν Βενετίᾳ 1872, σελ. 506.
[4] Ἀρχιμ. Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος Καλογερᾶς, Θεσσαλονίκη
1993, σσ. 67-68.
[5] Ἀλεξάνδρου Τυρναβίτου, Βίος Μακαρίου τοῦ Πατμίου, στὸ ΚΝ ΣΑΘΑ, Μεσαιωνικὴ
Βιβλιοθήκη, τόμ. Γ΄, ἐν Βενετίᾳ 1872, σσ. 506-507
[6] Ἀρχιμ. Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος Καλογερᾶς, Θεσσαλονίκη
1993, σσ. 117-118
[7] Ἀρχιμ. Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος Καλογερᾶς, Θεσσαλονίκη
1993, σελ. 67.
[8] Ἰακώβου Μάνου. (1984). Ἐπιστολὴ 14. Στὸν Μακάριο Καλογερᾶ. Στο Μνήμη
Μητροπολίτου Ἰκονίου Ἰακώβου. Τιμητικός Τόμος. Ἀθήνα: Ἐστία Θεολόγων Χάλκης,
σελ. 154.
[9] Καθηγουμένου Πάτμου Ἀντίπα (2006). Βίος καὶ Ἀκολουθία τῶν Ἐν Πάτμῳ Διαλαμψάντων Ἁγίων, Ἱερὰ Νῆσος Πάτμος, σσ. 38-39
[10] Ἁγίου
Μακαρίου Καλογερᾶ, Εὐαγγελικὴ Σάλπιγξ, σελ. 274.
[11] Καθηγουμένου Πάτμου Ἀντίπα (2006). Βίος καὶ Ἀκολουθία
τῶν Ἐν Πάτμῳ Διαλαμψάντων Ἁγίων, Ἱερὰ Νῆσος Πάτμος, σσ. 38-39
[12] Ἀρχιμ.
Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος ὁ Καλογερᾶς, 249-250
[13] Ἀρχιμ.
Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος ὁ Καλογερᾶς, 249 κ. ἑξ.
[14] Ἀρχιμ.
Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος Καλογερᾶς, σσ. 131-132
[15] Μακαρίου Καλογερᾶ, Θεματογραφία ΙΖ΄
4,18.
[16] Ἀρχιμ.
Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἅγιος Μακάριος Καλογερᾶς, σελ. 392.
[17] Ἀλεξάνδρου
Τυρναβίτου, Βίος Μακαρίου τοῦ Πατμίου, στὸ ΚΝ ΣΑΘΑ, Μεσαιωνικὴ Βιβλιοθήκη,
τόμ. Γ΄, ἐν Βενετίᾳ 1872, σελ. 506.
[18] Κυρίλλου
Κογεράκη, Μητροπολίτου Ρόδου, Ἰανουαρίου ΙΘ΄, Μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου πατρὸς
ἠμων Μακαρίου του Καλογερά, τοῦ ἐν Πάτμῳ σοφώτατου διδασκάλου, στὸ Πατμιακὸν
Λειμωνάριον, 2007, Ἱερὰ Πάτμος: Ἔκδοσις Ἱερὰς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Θεολόγου, σσ. 153-155
Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τὴν κοίμηση του μακαριστού Κυδωνιέως Φώτη Κόντογλου. Πενήντα χρόνια δημιουργικής πορείας τοῦ Αϊβαλιώτη συγγραφέα καὶ καλλιτέχνη. Η παρουσία και η μαρτυρία του Κόντογλου στους καταναγκαστικά παγκοσμιοποιημένους καιροὺς μας είναι η μαρτυρία της πονεμένης ῥωμιοσύνης , της ελληνορθόδοξης παράδοσης αλλά και της ολικής σύλληψης και διαχρονικής περὶ του Γένους της ανίχνευσής της στο λαϊκὸ ήθος Ο ίδιος μίλησε για την αναγκαιότητα και την αξία διαφύλαξης της παράδοσης και των ηθών μας όπως διαφαίνεται και από το απόσπασμα του βιβλίου του «Ασάλευτο Θεμέλιο» το 1965
«Ἡ Ἑλλάδα ἔγινε ἕνα παζάρι ποὺ πουλιοῦνται ὅλα, σὲ ὅποιον θέλῃ νὰ τὸ ἀγοράσῃ. Καταντήσαμε νὰ μὴν ἔχουμε ἀπάνω μας τίποτα ἑλληνικό, ἀπὸ τὸ σῶμα μας ἴσαμε τὸ πνεῦμα μας.. Περισσότερο ἀντιστάθηκε σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ὁ λαὸς καὶ βαστάξε καμπόσο, μὰ στὸ τέλος τὸν πῆρε τὸ ρεῦμα καὶ πάει καὶ αὐτός. Τώρα ἔγινε ἀφιλότιμος καὶ ἀδιάντροπος. Ἐνῷ πρῶτα ξεχώριζε ἀπὸ ἄλλες φυλές, γιατὶ ἦταν σεμνός, φιλότιμος, ντροπαλός, καλοδεκτικός, τώρα ἔγινε ἀγνώριστος Οἱ καλοὶ ντρέπονται γιατὶ εἶναι καλοί, συμμαζεμένοι καὶ μὲ ἀνατροφή.. Καημένη Ἑλλάδα! Τί τέλος σὲ περίμενε! Μὰ δὲν ἔχεις μήτε κάποιον νὰ σὲ κλάψει, γιατὶ τὴν κηδεία σου τὴ γιορτάζουνε σὰν γάμο, μὲ χαρὲς καὶ μὲ τραγούδια, ποὺ αὐτὰ εὐτυχῶς δὲν εἶναι ἑλληνικά.. Ὁ Φράγκος δὲν ἔρχεται μὲ μαχαίρια, πιστόλια καὶ φωτιές. Ἦρθε μὲ χάδια καὶ γλυκόλογα. Ἦρθε μὲ δῶρα, μὲ λεφτά, νὰ ἀνακουφίσῃ τὴν φτώχεια μας, νὰ διασκεδάσῃ μαζί μας, νὰ χορέψῃ μαζί μας, νὰ μᾶς εὐκολύνῃ τὴν ζωὴ μὲ τὰ μηχανήματά του. Η Ἑλλάδα κοντεύει νὰ χαθῇ..»
Θα ταξιδεύσουμε λοιπόν με αυτό τον γνήσιο αυτό Έλληνα στη λατρεμένη πατρίδα του, τ' Αϊβαλί ,στη μικρή πολιτεία, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής και που αποτυπώνει ζωντανά τη γιορταστική ατμόσφαιρα που επικρατεί τις μέρες των Χριστουγέννων. Το κείμενο “Παραμονή Χριστούγεννα” αποτελεί απόσπασμα από το πεζογράφημα του Φώτη Κόντογλου “Τ’ Αϊβαλί, η πατρίδα μου”, που δημοσιεύτηκε το 1962..
«Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές. Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,»
Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ὕστερα μπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα.Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγαν τά κάλαντα:Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά.Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ και παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
Ας μεταφερθούμε όμως και στη Σμύρνη τις άγιες μέρες. Να πόσο γλαφυρά μας περιγράφει μία πρόσφυγας από τη μαρτυρική αυτή πόλη την εορταστική προετοιμασία και γιορτή.
"...Από την παραμονή των Χριστουγέννων ανάστατη όλη η οικογένεια στο σμυρναΐικο σπιτι. Από νωρίς το απόγευμα αρχίζαν τα λουσίματα και η καθαριότητα, πρώτα των παιδιών. Θα μεταλαβαίνανε του "Χριστού τη μέρα "που ξημέρωνε, γι' αυτό ήπρεπε να γινει "ειδική καθαριότητα". "Σώμα και ψυχή",οπως έλεγε η μητέρα σαν φέρνανε αντίρηση τα παιδιά. Λούσιμο, χτένισμα με το ψιλό χτένι κόψιμο σύριζα τα νύχια και σαπούνισμα γερό ούλο το κορμί για να μπουν τα παστρικά μοσκομυρισμένα ασπρόρουχα. Νηστεία κρατούσανε όλο το σαρανταήμερο, αλλά για τη μετάληψη έπρεπε να γίνει "τρίμερο" με σκέτο νερόβραστο φαγητό . Αφού γινούτανε η γενική καθαριότητα στο σώμα, η μητέρα φώναζε ένα – ένα παιδί χωριστά και τόκλεινε στην κρεββατοκάμαρη. "Τώρα και τ’άλλα σου τα χρέη", έλεγε σοβαρή - σοβαρή, "τα χρέη της ψυχής, όπως τάπαμε" Αυτά ητανε: - Να πούνε το πιστεύω, τρεις φορές το πατερ ημων και να κάνουνε δέκα μετάννοιες μπροστά στα εικονίσματα. Οταν τελειώνανε κι αυτά τα χρέη ερχότανε η σειρά για τα χειροφιλήματα της συγχώρεσης. "Πρώτα τον παππούλη και τη νενέ και μη ξεχάσεις να κάνεις μετάνοια, αρμήνευε σιγανά η μητέρα. Πάντα, τις γιορτινές μέρες, από τις παραμονές, ερχόντουσαν οι παππούληδες στα παντρεμένα τους παιδιά, για να περάσουν μαζί τους τα πατροπαράδοτα έθιμα. Όταν ερχόταν η ώρα να δώσουν την ευχή τους, για να πάνε να μεταλάβουνε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, άπλωναν με συγκίνηση το γέρικο χέρι τους να το φιλήσουν και έδιναν χίλιες ευκές με τρέμουλη από τη συγκίνηση φωνή, για υγεία, προκοπή και προ πάντων για γνώση. Στην πρώτη γραμμή, απ' ολα τα κατασκευάσματα και τα φαγητά και τα γλυκά ερχούντανε η Βασιλόπιττα. Κάθε Σμυρνιά νοικοκυρά, ήβαζε ούλα τση τα δυνατά να στολίσει καλύτερα απο τσ' άλλης την πίττα του σπιτικού της. Στη μέση ήπρεπε να μπει απαραίτητα ο δικέφαλος αετός του Βυζαντίου και γύρω - γύρω μικρότερα αετουδάκια και λογιών - λογιών πλουμιά. Αστρα, πουλουδάκια και ο,τι άλλο κατέβαζε το γούστο της για να γίνει πιο όμορφη.»
Το Δωδεκαήμερο στη Μικρά Ασία είχε ξεχωριστή και πλούσια εθιμολογία Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα στις πόρτες των σπιτιών με τουμπελέκια και σιδερένια τρίγωνα, κρατώντας σήμαντρα και φαναράκια κρεμασμένα σε κοντάρι. Οι νοικοκυρές τους έδιναν χρήματα, φρούτα και φοινίκια (μελομακάρονα).Οι μεγαλύτεροι έλεγαν τα κάλαντα έχοντας μαζί τους ένα φωτισμένο καραβάκι χειροποίητο από χαρτί ή ξύλο, έφτανε κάποιες φορές και τα τρία μέτρα μήκος. Το κατάρτι του ήταν στολισμένο και είχε μια ελληνική σημαία. «Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά, πρώτη γιορτή του χρόνου.Για βγείτε, δέτε, μάθετε, όπου Χριστός γεννάται.Γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα.Το μέλι τρώγουν οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες…Τα κάλαντα τελείωναν με την ευχή Και εις έτη πολλά. Και του χρόνου να’ στε καλά».
Για τα Χριστούγεννα, σε πολλά μέρη του Πόντου, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να παρασκευάζουν πίτες από καλαμποκάλευρο, αλευροχαλβά, κατμέρια και «πουρμά», ένα σιροπιαστό γλυκό που θύμιζε το σαραϊγλί. Στην Τραπεζούντα τις παραμονές των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές απαραιτήτως ζύμωναν κουλούρια για το σπίτι και τα ζώα. Επίσης ζύμωναν τα χριστόψωμα τα οποία περιείχαν καρύδια και όταν ψήνονταν τα περίχυναν με μέλι. Πάνω στο χριστόψωμο κεντούσαν με αμύγδαλα τη γέννηση του Χριστού. Στόλιζαν ένα τραπέζι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο, με διάφορα γιορτινά καλούδια κι ένα εικόνισμα, αφιερωμένο στην Παναγία, το « Τραπέζι της Παναγίας»Τη νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου, παραμονή των Χριστουγέννων, «εθύμιζαν» δηλαδή έψελναν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα με λύρα και με νταούλ ζουρνά. Οι "καλαντάδε ςπροτού αρχίσουν να ψάλλουν ,ο ένας της παρέας έλεγε μεγαλόφωνα τον πολυχρονισμό, αρχίζοντας από τον αρχηγό της οικογένειας και τελειώνοντας και στο πιο μικρό παιδί και σ' αυτούς τους ξενιτεμένους «Ο Θεός να πολυχρονίζ' τον κύριο τάδε...και στη συνέχεια έψαλλαν:
«Καλημέρα σας και πολλούς χρόνους υγείαν και χαρά στον νοικοκύρη υγείαν και χαρά στα παλικάρια».
Τα Ποντιακά Κάλαντα των Χριστουγέννων, που είναι και τα πιο διαδεδομένα, περιέχουν όλη τη ζωή του θεανθρώπου, από τη στιγμή της Γέννησης του ,χωρίς όμως να προχωρούν και στη Σταύρωση του, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων.
Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον
χαρά! καλή ώρα, καλή σ΄ μέρα
χαρά καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν
οψέ γεννέθεν ουρανοστάθεν
τον εγέννεσεν η Παναγία
τον ενέστεσεν αε παρθένος
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
κι εκατήβεν σο στραυροδρόμι
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.
Ερπαξάν ατόν οι χιλ Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι.
Α σ ακροντικά κι α σην καρδίαν
αίμα έσταξεν χολήν κι εφάνθεν
ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον
μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον
για μυρίστ ατό κι εσύ αφένταμ
συ αφένταμ καλέμ αφένταμ.
Ερθαν τη Χριστού τα παλικάρια
και θυμίζνε τον νοικοκύρην
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Δέβα σο ταρέζ κι έλα σην πόρταν
δος μας ούβας και λεφτοκάρα
κι αν ανιοιείς μας χαρά σην πόρτα σ
Στον Πόντο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά έκανε μια πίτα, τον «Αϊ-Βασίλη». Μέσα στην πίτα έβαζε ένα φλουρί κι απάνω το δικέφαλο βυζαντινό αετό, τέσσερις φορές σταυρωτά, με τις κεφαλές προς τη μέση. Το βράδυ κατά στις οκτώ έστηναν τον ψημένο «Αϊ-Βασίλη» στην άκρη του τραπεζιού όρθιο κι ακουμπούσε στον τοίχο. Έπαιρνε τότε ο νοικοκύρης το κλωνάρι της ελιάς που είχε κόψει το πρωί και το κάρφωνε στον «Αϊ-Βασίλη» λέγοντας τις παρακάτω ευχές : «Με το καλό να μπει Αϊ-Βασίλης», «Να 'μαι γερός να ξανακάμομε την πίτα». Κατόπιν, αν είχαν χρυσή αλυσίδα την έβγαζαν και την κρεμούσαν στον «Αϊ-Βασίλη». Ένα - ένα μέλος της οικογένειας τότε πλησίαζε και κρεμούσε ό,τι χρυσό αντικείμενο είχε κι έλεγαν «Και του χρόνου να 'μαστε καλά!». Το πρωί, ύστερα από την εκκλησιά, έκοβαν την πίτα. Κάθιζαν όλοι γύρω από το τραπέζι κι ο νοικοκύρης έκοβε την πίτα σε κομμάτια. Το πρώτο ήτανε του νοικοκυριού, το δεύτερο του Αϊ-Βασίλη, το τρίτο της νοικοκυράς, το τέταρτο της δουλειάς, τα υπόλοιπα των μελών της οικογένειας και ένα για τους ξένους. Αμέσως ψάχνει καθένας να δει αν του έτυχε το φλουρί. Κόβουν ξεχωριστό κομμάτι και για την εργασία.
Στην Καππαδοκία υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της σε όλες της σχεδόν τις εκδηλώσεις. Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες.
Τα Χριστούγεννα τα έλεγαν οι Καππαδόκες Μικρό Πάσχα. Από την παραμονή 24 Δεκεμβρίου άρχιζαν οι προετοιμασίες, Έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα που τα μοιράζονταν περισσότερες οικογένειες. Σ' όλα τα σπιτικά ζύμωναν πίττες με αλεύρι, γάλα, αυγά, ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν.
Τη νύχτα της παραμονής, περασμένα μεσάνυχτα χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα ή ακόμη και συνεργεία από ιεροδρόμους με επικεφαλής τον κανδηλανάφτη που διάβαιναν το χωριό απ' άκρη σ' άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας χτυπώντας τις πόρτες τους.
Πήγαιναν τότε όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία, τελείωνε, πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους Ασπάζονταν οι μικρότεροι τα χέρια των μεγαλύτερων και ευχόταν «Χριστός γεννάται», «Αληθώς γεννάται», «Χρόνια Πολλά» κ.α.
Έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιλάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το " χερσέ" πιλάφι από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό θεωρούσαν ότι το έδωσαν και στην Παναγία να φάει όταν ήταν λεχώνα.
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα Ομάδες, συνήθως από έξι αγόρια η καθεμιά σκόρπιζαν στο χωριό. Τα τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαινα στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη κρατούσαν με σκοινί ένα φανάρι δικής τους κατασκευής και το άφηναν να κατέβει μέσα στο σπίτι. Ανεβοκατέβαζαν μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού το φανάρι τους και έψελναν το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου " Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου ...» . Την ίδια στιγμή τα άλλα τρία παιδιά είχαν μπει μέσα στο σπίτι, για να πάρουν τα δώρα που θα τους προσφέρουν, αυγά, πλιγούρι, βούτυρο, ξηρούς καρπούς. Και στων Τούρκων τα σπίτια πήγαιναν παιδιά για να ψάλουν τα κάλαντα τα παιδιά τα έτρωγαν μαζί σε ένα σπίτι .Τη νύχτα εκείνη γινόταν από πολλούς προσκύνημα στα λαξευτά παρεκκλήσια του Αγίου Βασιλείου και των 40 Μαρτύρων. Οι δρόμοι φωταγωγημένοι από τα κεριά των προσκυνητών που πήγαιναν και έρχονταν παρουσίαζαν υπέροχο θέαμα.
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι, ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση.Σαράντα μέρες συνέχεια μετά την Πρωτοχρονιά πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στο παρεκκλήσι του Αγίου Βασιλείου να ανάβουν το καντήλι και να παρακαλούν να τους βοηθήσει.
Τα βασικά έθιμα του Δωδεκαημέρου είναι:
Τα κάλαντα
Την ονομασία τους, την πήραν από την λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Παιδιά, κατά ομάδες, περιφέρονταν και περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν τα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και μερικά και την Περιτομή του Χριστού.Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην αρχαία Ελλάδα.Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα.
. Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, ή φανάρια, ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τύμπανου Σήμερα στον Ποντιακό ελληνισμό, διασώζεται άθικτη αυτή η συνήθεια.
Το ελληνικό καραβάκι και το ελληνικότατο Χριστουγεννιάτικο δέντρο
Το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου, είναι ελληνικότατο όπως και το το καραβάκι που εμφανίστηκε όπως στο Βυζάντιο και εδραιώθηκε λίγο μετά την τουρκοκρατία. Όταν κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, οι ναυτικοί γύριζαν στα σπίτια τους για τις γιορτές, οι νοικοκυρές στόλιζαν ένα καράβι. Η πρωταρχική ιδέα και το έθιμο του στολισμού ενός δέντρου κατά τα Χριστούγεννα δεν είναι ξενόφερτη, όπως θεωρούν πολλοί, λόγω άγνοιας. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε παρόμοιο έθιμο, μόνο που το δέντρο που στολιζόταν δεν ήταν έλατο, αλλά η Ειρεσιώνη.Η Ειρεσιώνη (είρος = έριον, μαλλίον) ήταν ένας μεγάλος κλάδος αγριελιάς (κότινος), που τον στόλιζαν με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο καθώς και με τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λ.π, Παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών και άλλων πόλεων της αρχαίας Ελλάδας, τραγουδώντας κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Πρόγονος λοιπόν, του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η ΕιρεσιώνηΤο θρησκευτικό έθιμο του στολισμού δένδρου και μάλιστα ως μετεξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής «Ειρεσιώνης», πέρασε αργότερα και στο Βυζάντιο, και συνδέθηκε με την ελληνορθόδοξη παράδοση των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς
Σύμφωνα με το λαογράφο Κων/νο Καλοκύρη το δέντρο των Χριστουγέννων είναι μίμηση λατρευτικών δέντρων της Ανατολής «Η παλιότερη μαρτυρία, που αναφέρει παρόμοιο διάκοσμο, είναι ένα χειρόγραφο πιθανώς του 13ου αιώνα στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο κάνει λόγο για ένα ναό, που έκτισε το 512 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α΄ στο Tur Abdin της βόρειας Συρίας. Μαζί με τα άλλα αφιερώματα και στολίδια γίνεται λόγος και για δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα, τα οποία ήταν στημένα στις δυο πλευρές της Ωραίας Πύλης του ιερού Βήματος. Στα φύλλα των δέντρων υπήρχε θέση για φώτα, ενώ στο καθένα κρέμονταν πενήντα (50 ) αργυρές αλυσίδες από πάνω έως κάτω και σ’ αυτές ήταν τοποθετημένα μικρά αντικείμενα από χαλκό, χρυσό και άργυρο, όπως: αυγά, ζώα, πτηνά, σταυροί, στέφανα, κλαδίσκοι, δίσκοι κ.α.». Η περιγραφή θυμίζει ασφαλώς το διάκοσμο των σημερινών Χριστουγεννιάτικων Δέντρων . Οι χριστιανοί, του προσέδωσαν χριστιανικό νόημα και έβαλαν το δέντρο στις εκκλησίες, εξακολουθώντας να κρεμούν σ’ αυτό διάφορα μικροαντικείμενα, αγγεία, απομιμήσεις ζώων και πτηνών κ.λ.π.Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προέλευση του εθίμου είναι Ανατολική και πως από την Ανατολή πέρασε στη Δύση. Δεν παραλείπει ο λαογράφος να αναφερθεί σε ακόμη δυο κείμενα στα οποία δίνεται, στο μεν πρώτο, περιγραφή των φώτων σε δέντρα στο επιστύλιο του τέμπλου του Ναού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, το 563, και στο άλλο στον Άμβωνα του ίδιου ναού.
Φαίνεται επίσης πως τα συριακά δέντρα, αυτά με την κωνοειδή μορφή και τα φώτα εξελίχθηκαν στα μεγάλα ορειχάλκινα μανουάλια που συναντάμε στα πλάγια της Ωραίας Πύλης στις εκκλησίες μας και μοιάζουν με κωνοειδή δέντρα.Ο Καλοκύρης λοιπόν θεωρεί πως το δέντρο χρησιμοποιήθηκε ως ιερό από την Εκκλησιά για πρώτη φορά στην Ανατολή, ειδικότερα στη Συρία και είναι αυτό το δέντρο που αποτελεί τον πρόδρομο του σημερινού Χριστουγεννιάτικου δέντρου .Για να ισχυροποιήσει και άλλο την άποψή του αναφέρεται σε έθιμο που υπάρχει από πολύ παλιά στο ναό του Αγίου Νικολάου στο Λιτόχωρο Πιερίας όπου στα Θεοφάνια τοποθετούνται δυο δέντρα μέσα στο ναό, σημασία έχει η τοποθέτηση των δυο δέντρων και μάλιστα κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων.. Επιπλέον σε ότι αφορά τη διασύνδεση του δέντρου με τα Χριστούγεννα ο Καλοκύρης πέρα από την παράθεση κειμένων με την οποία στηρίζει την πεποίθηση, Δέντρο-ξύλο(ζωής)–Χριστός, σημειώνει πως στην εικονογραφία της Γεννήσεως συναντάμε δίπλα στη Θεοτόκο με το θείο Βρέφος και ένα δέντρο…» και τέλος παραθέτει κάλαντα που ακούγονταν στην Καππαδοκία, στους Αγίους Τόπους και στην Κρήτη με μια μικρή διαφορά μεταξύ τους:
«κει που γεννήθεκε ο Χριστός
χρυσό δενδρίν εβγήκε….»
Από την Δύση το έθιμο αυτό επέστρεψε και πάλι στη πατρίδα μας, σαν χριστουγεννιάτικο έλατο, αφού κατά την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία είχε λησμονηθεί και εκλείψει σε πολλά μέρη το έθιμο του στολισμένου δενδρολίβανου.
Λέγεται, πως μετά την Επανάσταση του 1821 και την σύσταση του Νεοελληνικού Κράτους οι Βαυαροί έφεραν το έθιμο του στολισμού του χριστουγεννιάτικου ελάτου στην Ελλάδα και πως για πρώτη φορά στολίστηκε χριστουγεννιάτικο δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833.
Το Χριστόψωμο
Το ζύμωμα του χριστόψωμου θεωρείται έργο θείο και είναι έθιμο καθαρά Χριστιανικό. Οι γυναίκες φτιάχνουν τη ζύμη με ιδιαίτερη ευλάβεια και υπομονή. Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία. Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, όπως ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα, και κατά τη διάρκεια του ζημώματος λένε: “Ο Χριστός γεννιέται, το Φως ανεβαίνει στη γη , το προζύμι θα γενεί.” Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ’ τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι ή ένα αυγό. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλάκια. Σε πολλά μέρη τα χριστόψωμα, τα έφτιαχναν κεντημένα με ωραία σχήματα που γίνονταν πάνω στο ζυμάρι με διάφορα ποτήρια, μικρά ή μεγάλα ή κούπες από βελανίδια που συμβόλιζαν την αφθονία που ήθελαν να έχουν στην παραγωγή των ζώων και της σοδειάς του σπιτιού τους.Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές. Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης παίρνει το χριστόψωμο, το σταυρώνει, το κόβει και το μοιράζει σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονται στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Υπάρχει ο συμβολισμός της Θείας κοινωνίας, όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής στο Μυστικό Δείπνο.
Το Χριστόξυλο
Στις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα, στο τζάκι του σπιτιού. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη Του. Σε κάθε σπιτικό, προσπαθούν το Χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα.
Η Βασιλόπιτα
Το έθιμο της βασιλόπιτας που κόβουμε την παραμονή ή ανήμερα την Πρωτοχρονιά είναι η διάσωση του μεγάλου θαύματος του Μεγάλου αγίου και πατέρα της εκκλησίας μας Αγίου Βασιλείου. Το ιστορικό γεγονός συνέβη πριν 1500 χρόνια περίπου στην πόλη της Καισάρειας της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία .Ο Μέγας Βασίλειος ήταν Επίσκοπος της Καισάρειας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του. Κάποια μέρα όμως ο βασιλιάς Ουάλης τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της Καισάρειας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη, για να την κατακτήσει. Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο βασιλιάς αποφασισμένος περικύκλωσε αμέσως την Καισάρεια με το στρατό του.. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια. Οι χριστιανοί της Καισάρειας που αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους μάζεψαν από τα σπίτια τους ό,τι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν για να τα δώσει στον τύραννο..Ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του, προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο βασιλιά ό,τι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο βασιλιάς πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, έγινε το θαύμα ! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά ένα λαμπρό καβαλάρη να ορμάει και σε ελάχιστο χρόνο ο σκληρός βασιλιάς και οι δικοί τουνα αφανίζονται. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος .Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισάρειας. Τότε όμως, ο Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σε δύσκολη θέση γιατί θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν και κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμαστήκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισάρειας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξη τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα χρυσαφικά και μάλιστα ό,τι πολύτιμο αντικείμενο είχε δώσει. Ήταν λοιπόν ξεχωριστό ψωμάκι, η Βασιλόπιτα. Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη Βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την Πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου .Η Βασιλόπιτα Αγιοβασιλιάτικο έθιμο πολλών αιώνων, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, για να μας θυμίζει την Αγάπη και την Καλοσύνη Αυτού Του Μεγάλου Αγίου.
Θα κλείσουμε την αναφορά μας αυτή με το κάλεσμα του μεγάλου παιδαγωγού της φυλής μας του Φώτη Κόντογλου για αυθεντική και γνήσια συμμετοχή μας στην ιερά πανήγυρη του Δωδεκαημέρου:
«Τι να πούμε κι εμείς, τα βλαχάκια, τα φτωχαδάκια, που μας νανούριζε η μάνα μας με τα παραπονετικά τραγούδια της στην κούνια μας, και τώρα δακρύζουμε σαν ακούμε τα τροπάρια και τα κάλαντα, που μας ενώνουνε με τους αγαπημένους μας που περάσανε από τον τόπο μας πριν από μας;
Αδέρφια μου. Φυλάξτε τα ελληνικά συνήθεια μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας, και μη ξεγιελιώσατε με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις.«Ευφρανθήτε εορτάζοντες». Ακούστε τι λένε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε, με προθυμίαν μπήτε, ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν, και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν. Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρόν σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε. Δόστε και κανενός φτωχού «όστις να υστερήται».
Αθάνατη ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η καλοπέραση.
Ναι, αδερφοί μου Έλληνες, χαίρετε μαζί με κείνους που χαίρουνται και κλαίτε μαζί με κείνους που κλαίνε, και σ’ αυτή μονάχα θα βρήτε ανακούφιση. Δίνετε στους άλλους απ’ ό,τι έχετε. Το παραπάνω απ’ ότι έχει κανένας ανάγκη, το κλέβει από τον άλλον. «Μακάριον το διδόναι μάλλον, ή λαμβάνειν» Οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια, ἐκθέσεις μὲ τερατουργήματα, ὁμιλίες καὶ ἀερολογίες, καλλιστεῖα, ποὺ μετριέται ἡ ἐμορφιὰ μὲ τὴ μεζούρα, ἠλίθιους καρνάβαλους, συλλόγους λογῆς-λογῆς μὲ γεύματα καὶ μὲ σοβαρὲς συζητήσεις γιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ γαϊδάρου, συνδέσμους ἀφιερωμένους στοὺς ἀποθεωμένους ἄνδρας τῆς Εὐρώπης κι ἕνα σωρὸ ἀλλὰ τέτοια. Αὐτή, μὲ μιὰ ματιά, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας σήμερα, ποὺ νὰ μὴν ἀβασκαθῇ!
Ποῦ νὰ βρεῖ κανένας καταφύγιο; …
-Δόξα στὸν Θεό, ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα κάποιο καταφύγιο γιὰ μᾶς ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε «τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐποχῆς μας». Δόξα στὸν θεὸ ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα κάποιοι τόποι ποὺ δὲν τοὺς ἐξήρανε αὐτὴ ἡ φυλλοξήρα ποὺ λέγεται σύγχρονος πολιτισμός.
«Καλὸ εἶναι νὰ ὑπάρχεις, ἀλλὰ νὰ ζεῖς εἶναι ἄλλο πρᾶγμα»
Φώτιος Κόντογλου ο Κυδωνιεύς
Ας ακολουθήσουμε λοιπόν αυτή την γνήσια εορταστική πορεία έτσι όπως μας την παραδίδει το φρόνημα και το ήθος των πατέρων και των προγόνων μας και ας μεταμορφωθούμε σε αληθώς δοξολογούντες τον Ενανθρωπίσαντα Κύριό μας.
Σας εύχομαι
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΤΟ ΝΕΟ ΣΩΤΗΡΙΟ ΕΤΟΣ
2016
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ